Η Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί σε μία από τις χώρες που θα ηγηθούν του ενεργειακού μετασχηματισμού στην Ευρώπη έως το 2030 καθώς η φθηνή ηλιακή και αιολική ενέργεια, οι μπαταρίες και οι αυξανόμενες τιμές του διοξειδίου του άνθρακα μετασχηματίζουν ριζικά το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας.
Αυτό προκύπτει από την ανάλυση του Bloomberg NEF (BNEF) για το μέλλον του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, την οποία γνωστοποίησε με ανακοίνωσή της η ΔΕΗ.
Σύμφωνα με την ανάλυση του BNEF, το ελληνικό σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας θα αλλάξει με ταχείς ρυθμούς την τρέχουσα δεκαετία, αυξάνοντας το μέγεθός του κατά 55%, από 20GW εγκατεστημένη ισχύ, σε 31GW το 2030. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ελλάδα θα αποκτήσει 18GW νέας παραγωγικής ισχύος, 67% της οποίας θα είναι αιολική και ηλιακή, στα 7,5GW και 4GW αντίστοιχα.
Ήδη έως το 2025, η εγκατεστημένη ισχύς αιολικής και φωτοβολταϊκής ενέργειας θα είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερη σε σχέση με σήμερα, με το μερίδιο των μεταβλητών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να ανέρχεται σχεδόν στο 50%, καταλαμβάνοντας την κυρίαρχη θέση στο μείγμα παραγωγής από τα ορυκτά καύσιμα. Και όλα αυτά χωρίς την προϋπόθεση επιδοτήσεων για ήδη υπάρχουσες τεχνολογίες, όπως η ηλιακή και η αιολική.
Η ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας, βάσει της ανάλυσης του BNEF, έχει ως κινητήριο μοχλό το κόστος. Είναι ήδη πιο οικονομικό στην Ελλάδα να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια από νέους αιολικούς ή φωτοβολταϊκούς σταθμούς σε σύγκριση με νέα εργοστάσια φυσικού αερίου ή λιγνίτη, σύμφωνα με τo BNEF. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι είναι ήδη φθηνότερο να κατασκευαστεί ένα νέο αιολικό ή φωτοβολταϊκό έργο για την παραγωγή ηλεκτρισμού από την λειτουργία των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2020, η παραγωγή ηλεκτρική ενέργειας από νέες αιολικές και φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις θα είναι φθηνότερη και από αυτήν που παράγεται από υφιστάμενα εργοστάσια φυσικού αερίου.
«Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την έκθεση του BNEF βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία με τους βασικούς πυλώνες της νέας στρατηγικής μας», δήλωσε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης. «Η συνεχώς αυξανόμενη ανταγωνιστικότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επιβεβαιώνει και από οικονομικής πλευράς την επιλογή μας για αναδιαμόρφωση του χαρτοφυλακίου μας και μετάβαση της παραγωγής μας προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Εστιάζοντας στην καθαρή ενέργεια μπορούμε να επιτύχουμε την αποανθρακοποίηση των δραστηριοτήτων μας στην παραγωγή ηλεκτρισμού ενώ παράλληλα μειώνουμε το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές. Επιπλέον, η έκθεση υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο των καταναλωτών ως βασικών συντελεστών του μελλοντικού ενεργειακού συστήματος με σημαντικό μερίδιο της νέας ισχύος να εγκαθίσταται στο δίκτυο διανομής μέχρι το 2030. Αυτό ενισχύει την απόφαση της ΔΕΗ να αναπτύξει μια νέα πελατοκεντρική προσέγγιση και να προσφέρει ένα ενισχυμένο χαρτοφυλάκιο προϊόντων και υπηρεσιών, χρησιμοποιώντας νέες τεχνολογίες και ψηφιακά συστήματα. Τέλος, αξιοποιώντας τη φθηνή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικά και φωτοβολταϊκά η ΔΕΗ είναι έτοιμη να οδηγήσει τον εξηλεκτρισμό άλλων τομέων της ενέργειας, ξεκινώντας από την ηλεκτροκίνηση».
Σύμφωνα με την έκθεση, ο ρόλος του φυσικού αερίου θα είναι να παρέχει ευελιξία και όχι να αντικαταστήσει τον λιγνίτη ως φορτίο βάσης. Οι ευέλικτες μηχανές αερίου σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα υδροηλεκτρικά εργοστάσια και τις νέες μπαταρίες για αποθήκευση ενέργειας που θα προστεθούν στο δίκτυο είναι το κλειδί για την διασφάλιση του συστήματος, που θα βασίζεται στις ΑΠΕ. Αυτός ο συνδυασμός τεχνολογιών θα βοηθήσει την χώρα να φτάσει πολύ κοντά στο μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα μέχρι το 2050.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ