Η παγκόσμια εξάπλωση του Covid-19 έχει οδηγήσει σε ένα πρωτοφανές σοκ στις οικονομίες και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ουσιώδης δυσμενής μεταβολή στα πλαίσια των εξαγορών και συγχωνεύσεων. Σε αυτήν την ταραχώδη περίοδο, εταιρείες, επενδυτές και επαγγελματίες στο χρηματοπιστωτικό τομέα πρέπει να επανεκτιμήσουν και να επαναξιολογήσουν όλες τις έννοιες και τις παραμέτρους που λαμβάνουν υπόψη τους για την εκτίμηση μετοχικών αξιών.
Η ανάλυση της Grant Thornton
Με τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό των χωρών που εφαρμόζουν μέτρα απαγόρευσης μετακινήσεων και με ακόμα περισσότερες να έχουν εφαρμόσει μέτρα κοινωνικού αποκλεισμού, το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας έχει παγώσει, οι απολύσεις έχουν εκτιναχθεί σε πολλούς κλάδους και οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές έχουν καταγράψει κατακόρυφη πτώση σε ανησυχητικό βαθμό. Επιπλέον, η έξαρση του Covid-19 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ουσιώδης δυσμενής μεταβολή (MAC[1]) στις εξαγορές και συγχωνεύσεις και να λειτουργήσει ως ανασταλτικός παράγοντας για την πραγματοποίηση συναλλαγών επηρεάζοντας τη διαδικασία λήψης αποφάσεων τόσο σε όρους θεμελιωδών μεγεθών όσο και πρακτικής εφαρμογής.
Η αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας είναι αρκετά έντονη, καθώς από τα τρέχοντα επίπεδα δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε ούτε το βάθος ούτε τη διάρκεια της κρίσης. Κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο έχουν πάρει μέτρα προς ενίσχυση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης. Παρόλα αυτά, τα μέτρα νομισματικής πολιτικής φαίνεται να μην επαρκούν, ενώ μόνο ο χρόνος θα δείξει εάν τα δημοσιονομικά μέτρα θα είναι επαρκή για να αντισταθμίσουν την απότομη πτώση του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Προσαρμόζοντας τα επιχειρηματικά σχέδια
Στα πλαίσια των παραπάνω εξελίξεων, είναι αναγκαίο οι εταιρείες να επικαιροποιήσουν τα επιχειρηματικά τους σχέδια, ενσωματώνοντας σε αυτά τις επιπτώσεις από τον Covid-19.
Ως πρώτο βήμα, συνιστάται η κατάρτιση βραχυπρόθεσμων προβλέψεων για βασικά μεγέθη όπως τα έσοδα και το λειτουργικό περιθώριο κέρδους. Η διοίκηση θα πρέπει να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της κρίσης στις δραστηριότητες της εταιρίας με βάση την εμπειρία και τις γνώσεις που διαθέτει τη δεδομένη χρονική στιγμή. Οι εκτιμήσεις θα πρέπει να έχουν ως αφετηρία τις ευρύτερες επιπτώσεις στον κλάδο και να καταλήγουν στη θέση της εταιρείας μέσα σε αυτόν, όπως αυτός διαμορφώνεται υπό τις τρέχουσες συνθήκες.
Επιγραμματικά, οι παράγοντες που θα διαμορφώσουν τα μελλοντικά οικονομικά μεγέθη μιας εταιρείας περιλαμβάνουν τα εξής:
- Πιθανό κλείσιμο καταστημάτων ή εγκαταστάσεων
- Προβλήματα στα δίκτυα διανομής
- Επιπτώσεις σε πελάτες και προμηθευτές
- Αλλαγή στους προσδιοριστικούς παράγοντες της ζήτησης
- Επαναδιαπραγμάτευση συμβάσεων με βασικούς προμηθευτές και πελάτες
- Επιδράσεις στην εταιρική διακυβέρνηση
- Περιορισμοί και καθυστερήσεις στην παραγωγή
- Διακοπή της εφοδιαστικής αλυσίδας
- Αλλαγές στο ανθρώπινο δυναμικό και τον τρόπο εργασίας
- Επαναξιολόγηση της εταιρικής στρατηγικής
- Αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο
Εκτός από τις συνέπειες των παραπάνω παραγόντων στα αποτελέσματα μιας εταιρείας, είναι εξίσου σημαντικό να εκτιμηθεί η επίδραση τους στο απασχολούμενο κεφάλαιο και συγκεκριμένα στις απαιτούμενες επενδύσεις και τις ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Η επικαιροποίηση του επιχειρηματικού σχεδίου θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις διαθέσιμες πηγές χρηματοδότησης καθώς και τις δράσεις που θα συνεισφέρουν στη διατήρηση και βελτίωση του εμπορικού κύκλου της επιχείρησης. Όλοι οι προαναφερόμενοι παράγοντες περιλαμβάνουν εγγενείς αβεβαιότητες, οι οποίες θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται τόσο στις προβλέψεις των ταμειακών ροών, μέσω πχ. κατάρτισης εναλλακτικών σεναρίων, όσο και στον υπολογισμό του προεξοφλητικού επιτοκίου.
Προσαρμόζοντας το προεξοφλητικό επιτόκιο
Παρά τις συνολικές επιπτώσεις που προκύπτουν από την απότομη αλλαγή στα θεμελιώδη μεγέθη, οι αποτιμήσεις επηρεάζονται σημαντικά και από τις εξελίξεις στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές. Ο καθορισμός του κατάλληλου προεξοφλητικού επιτοκίου πλέον αποτελεί μια απαιτητική διαδικασία καθώς είναι αρκετά δύσκολο να αποτυπωθεί με ακρίβεια σε αυτό η αβεβαιότητα που επικρατεί στην ψυχολογία των αγορών και των επενδυτών. Με τη μεταβλητότητα στις διεθνείς αγορές να έχει ανέβει σε δυσθεώρητα επίπεδα, οι συμμετέχοντες στις χρηματιστηριακές αγορές δυσκολεύονται να αποτιμήσουν με ακρίβεια περιουσιακά στοιχεία όλων των κατηγοριών, από ομόλογα και μετοχές μέχρι ακίνητα και εναλλακτικές επενδύσεις. Ο δείκτης μεταβλητότητας[2] (VIX), γνωστός και ως «Δείκτης Φόβου», καταγράφει υψηλά δεκαετίας ξεπερνώντας τις 60 μονάδες, ακόμα και ημέρες πριν ο Π.Ο.Υ. κηρύξει την κρίση του κορωνοΐου ως πανδημία, στις 11 Μαρτίου.
Όσον αφορά το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου, αρκεί να παρατηρήσει κανείς την πορεία της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου του Αμερικάνικου Δημοσίου ή την αντίστοιχη του 10ετούς Γερμανικού ομολόγου, τα οποία χρησιμοποιούνται ευρέως ως επιτόκια μηδενικού κινδύνου για επενδύσεις σε δολάρια ΗΠΑ και ευρώ, αντίστοιχα.
Εν μέσω της επικείμενης κρίσης, οι επενδυτές φαίνεται ότι έχουν επικεντρωθεί σε τίτλους χαμηλού κινδύνου, αυξάνοντας τη ζήτηση για κρατικά ομόλογα και πιέζοντας τις αντίστοιχες αποδόσεις προς τα κάτω. Συγκεκριμένα, η μείωση του βασικού παρεμβατικού επιτοκίου από τη FED στις 3 Μαρτίου, ως μέτρο έκτακτης ανάγκης, είχε ως αποτέλεσμα, η απόδοση του 10ετους ομολόγου του Αμερικανικού Δημοσίου να πέσει στις 9 Μαρτίου στο 0,54% που αποτελεί ιστορικό χαμηλό. Η ανωτέρω μείωση θεωρείται σημαντική, αν αναλογιστούμε ότι το αντίστοιχο μέγεθος στις 31 Δεκεμβρίου ήταν 1,92%. Την ίδια περίοδο, η απόδοση του 10ετούς Γερμανικού ομολόγου, παρακολούθησε αυτήν του Αμερικανικού, υποχωρώντας έως και 67 μονάδες βάσης χαμηλότερα από το αντίστοιχη απόδοση της 31 Δεκεμβρίου.