Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα αποκτά με ταχείς ρυθμούς ενισχυμένο διεθνή γεω-οικονομικό ρόλο και σταδιακά καθίσταται πύλη εισόδου-εξόδου του διαμετακομιστικού εμπορίου στη νοτιοανατολική Ευρώπη, διατυπώνει ο εταίρος της ΕΥ (Ernst & Young), Θάνος Μαύρος, επικεφαλής του Τμήματος Εφοδιαστικής Αλυσίδας και Διεπιχειρησιακών Λειτουργιών των EY Ελλάδος και Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA).
«Νομίζω πως αν ολοκληρωθεί η προβλήτα 6 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και προχωρήσουν οι δύο εξαγγελθείσες διασυνδέσεις του με τον σιδηρόδρομο και το οδικό δίκτυο, αν το Θριάσιο ξεκινήσει -όπως όλα δείχνουν- το 2021 την υλοποίηση του επενδυτικού του σχεδίου και αν μπει σε έναν ρυθμό η ουσιαστική αξιοποίηση του πρώην στρατοπέδου Γκόνου ως εμπορευματικού κέντρου, τότε η Ελλάδα θα αρχίσει να προσελκύει ακόμα πιο σημαντικό ενδιαφέρον στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Πιστεύω πως το 2024-2025 η Ελλάδα θα δει να ανεβαίνουν όλοι οι διεθνείς δείκτες, που επηρεάζουν τις επιχειρήσεις, ώστε να κοιτάξουν τη χώρα ως πύλη εισόδου- εξόδου του διαμετακομιστικού εμπορίου» σημείωσε ο κ. Μαύρος, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ, «Πρακτορείο 104,9 FM».
Από την 61η στην 20ή θέση μέσα σε λίγα χρόνια
Μάλιστα, η πανδημική κρίση πιθανώς ενισχύει τον ρόλο της χώρας στο διαμετακομιστικό εμπόριο, καθώς -μεταξύ άλλων- στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες παρατηρείται -κι εν μέσω πανδημίας τονώνεται- η άνοδος του «near shoring», δηλαδή της τάσης μεταφοράς εργοστασίων και κέντρων αποθήκευσης και διανομής πιο κοντά στην Ευρώπη, αντί της επιλογής άλλων περιοχών της υφηλίου με μόνο κριτήριο το χαμηλότερο κόστος παραγωγής. «Ο σημαντικός γεω-οικονομικός ρόλος που αποκτά η Ελλάδα γίνεται αισθητός και από το γεγονός ότι ο δείκτης LSCI, ο οποίος δείχνει πόσα κοντεϊνερόπλοια προσέγγισαν τα ελληνικά λιμάνια φορτοεκφορτώνοντας εμπορεύματα και πόσες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται γύρω από το λιμενικό πλέγμα, κατέταξε το 2019 την Ελλάδα στην 20ή θέση από την 61η που κατείχε προ οκταετίας», σημειώνει.
Στην αναρρίχηση αυτή, διευκρινίζει, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει, προφανώς, το λιμάνι του Πειραιά, το οποίο ανέβηκε στην πρώτη θέση της Μεσογείου και στην τέταρτη στην Ευρώπη σε όρους διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων, με περίπου 5,6 εκατ. κοντέινερ. Επίσης, προσθέτει ο κ. Μαύρος, το γεγονός ότι και πριν από την πανδημία, δρομολογήθηκαν μια σειρά από σημαντικές νέες επενδύσεις από ιδιώτες στα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, σε αυτοκινητοδρόμους, σιδηροδρόμους και αεροδρόμια, αλλά και ότι επίκεινται οι ιδιωτικοποιήσεις των λιμένων της Αλεξανδρούπολης, της Ηγουμενίτσας και της Καβάλας, διαμορφώνει το σκηνικό, που εγγυάται έναν σημαντικά ενισχυμένο ρόλο για την Ελλάδα στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Στο τέλος θα μείνουν λίγοι και ισχυρότεροι
Στο μεταξύ, η πανδημία της Covid-19 έφερε εγγύτερα το μέλλον των εφοδιαστικών αλυσίδων, επιταχύνοντας σημαντικά τις εξελίξεις για τη μεταμόρφωσή τους, αλλά και πιθανώς επισπεύδοντας λουκέτα και συγχωνεύσεις στον κλάδο. Το «παιχνίδι του ενός» φαίνεται πως τελειώνει και ανοίγει ο δρόμος για ευέλικτα οικοσυστήματα εφοδιαστικών αλυσίδων, στα οποία οι «παίκτες» μπορεί να είναι πολλοί και διαφορετικοί. Αυτό πιθανώς θα σημάνει, κατά τον εταίρο της ΕΥ, το τέλος των γραμμικών εφοδιαστικών αλυσίδων (αυτών δηλαδή στις οποίες όλες οι επιχειρησιακές εργασίες πραγματοποιούνται ενδοεταιρικά, από τα στελέχη της κάθε αλυσίδας και με χρήση των δικών της συστημάτων). Επιπλέον, οι εφοδιαστικές αλυσίδες, που μέχρι σήμερα επαφίονταν στους retailers-χονδρεμπόρους-ειδικούς συνεργάτες, για να δουν τι «θέλει» η αγορά και να κάνουν τον προγραμματισμό τους, είναι πλέον επιτακτικό να κάνουν μόνες τους «demand sensing», δηλαδή να διαισθάνονται οι ίδιες τι επιθυμεί ο καταναλωτής.
Είναι έτοιμες για αυτή τη μετάβαση οι εφοδιαστικές αλυσίδες στην Ελλάδα; «Λίγοι και σημαντικοί παίκτες, που είχαν εξαγωγικό προσανατολισμό και τις οικονομικές ανέσεις για προγράμματα ψηφιακού μετασχηματισμού, έχουν λάβει το μήνυμα κι έχουν κάνει τον προγραμματισμό τους. Το ίδιο και κάποιες αλυσίδες με καινοτομία στο προϊόν και στις υπηρεσίες και επίσης με εξαγωγικό προσανατολισμό. Δυστυχώς όμως, οι περισσότερες, ανεξαρτήτως μεγέθους, αδυνατούν να πάρουν το μήνυμα ή μάχονται να επιβιώσουν στην καθημερινότητα. Στο τέλος θα μείνουν λίγοι και δυνατότεροι και ελπίζω ότι τουλάχιστον θα αναπτυχθούν εγκαίρως τα οικοσυστήματα εκείνα, που θα μπορούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να είναι δίπλα τους, γιατί χρειαζόμαστε λοκομοτίβες», σημείωσε.
Τεχνητή νοημοσύνη, blockchain, cloud, «εμβολιασμένες» εφοδιαστικές αλυσίδες: έχει υπολογιστεί το ύψος της επένδυσης που θα απαιτηθεί παγκοσμίως για το πέρασμα στη νέα εποχή; «Όλα αυτά είναι σήμερα εδώ, όχι αύριο, άρα χρειάζεται να προσαρμοστούμε άμεσα. Στοιχεία για τη συνολική απαιτούμενη επένδυση δεν γνωρίζω, αλλά μόνο στον αγροδιατροφικό τομέα υπολογίστηκε πως το 2016 υπήρξε μια επένδυση σε νέες τεχνολογίες της τάξης των 5,2 δισ. δολ (Global Ιnnovation Ιndex, Πανεπιστήμιο Κορνέλ), η οποία στις προσεχείς δυόμισι δεκαετίες εκτιμάται πως θα ανέλθει στα 240 δισ. δολάρια. Στην Ελλάδα οι επενδύσεις στον συγκεκριμένο τομέα είναι πολύ μικρές, παρότι είναι μονόδρομος. Η πρόσφατη εξαγγελία για τη μεγάλη επένδυση της Microsoft στο υπολογιστικό νέφος ενισχύει τις ψηφιακές υποδομές στη χώρα κι είναι στο χέρι των επιχειρήσεων και των οργανισμών να αξιοποιήσουν αυτή την ευκαιρία», καταλήγει.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ