Για την ελληνική οικονομία, καθώς επίσης και για τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα και τα μη εξυπηρετούμε δάνεια μίλησε, μεταξύ άλλων, ο κεντρικός Τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας, στο πλαίσιο της παρουσίας του στην ημερίδα «Η ελληνική οικονομία και η ελληνική ναυτιλία: Τρέχουσες εξελίξεις», που φιλοξενήθηκε στη Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιά.
Παρακάτω, μέρος της ομιλίας του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος:
«Στην παρέμβασή μου θα αναφερθώ στις εξελίξεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και θα επισημάνω τη σημασία της ελληνικής ναυτιλίας και τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει.
Οι εξελίξεις και εν γένει προοπτικές στην πραγματική οικονομία
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ανακάμπτει, αν και με σχετικά συγκρατημένους ρυθμούς ανάπτυξης λόγω της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα που έχουν παρατηρηθεί εδώ και πολλά χρόνια, οι συνθήκες χρηματοδότησης και ρευστότητας των τραπεζών έχουν βελτιωθεί, οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να αυξάνονται και οι αποδόσεις των ομολόγων αποκλιμακώθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες, ιδίως μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου και τις εθνικές εκλογές του Ιουλίου. Η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα έχει ενισχυθεί σημαντικά και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων καταργήθηκαν πλήρως από 1 Σεπτεμβρίου.
Η νέα κυβέρνηση είχε εξαγγείλει προεκλογικά και τώρα προχωρά στην εφαρμογή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων και οικονομικών πολιτικών φιλικών στο επιχειρείν, με έμφαση στην προσέλκυση επενδύσεων, ιδίως ξένων άμεσων επενδύσεων, μέσω της βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος, της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, της επανεκκίνησης μεγάλων επενδυτικών έργων, τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και της μείωσης της φορολογίας, με παράλληλη τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων.
Οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας υποδηλώνουν σημαντική ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση. Αυτό οφείλεται στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης καθώς η οικονομία ανακάμπτει από τη μακρά ύφεση, γεγονός που, σε μεγάλο βαθμό, αντισταθμίζει την αρνητική επίδραση της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας.
Ειδικότερα:
- Η εμπιστοσύνη τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων έφτασε τον Αύγουστο στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δωδεκαετίας, ενώ και τον Σεπτέμβριο κινήθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδό της από τον Σεπτέμβριο του 2000.
- Ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (ΡΜΙ) παραμένει σταθερά πάνω από το όριο του 50 επί 28 συνεχείς μήνες, υποδηλώνοντας ισχυρή ανάπτυξη στο βιομηχανικό τομέα.
- Η ανάκαμψη στην αγορά εργασίας συνεχίζεται για πέμπτο έτος, καθώς οι καθαρές ροές απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα είναι θετικές και υπερβαίνουν τις 280.000 το πρώτο εννεάμηνο του έτους.
- Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις σε πραγματικούς όρους αυξήθηκαν με διψήφιους ρυθμούς τους πρώτους επτά μήνες του έτους, παρά την οριακή αύξηση των αφίξεων σε σύγκριση με πέρυσι, εκ του οποίου συνάγεται ότι μεγαλύτερο ποσοστό ταξιδιωτών, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, προέρχεται πλέον από χώρες με σχετικά υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα.
- Στον εξωτερικό τομέα, οι εξαγωγές αγαθών επιβραδύνθηκαν σημαντικά το πρώτο επτάμηνο, λόγω της μείωσης των εξαγωγών καυσίμων, ενώ οι εξαγωγές όλων των άλλων αγαθών κατέγραψαν θετικούς ρυθμούς ανόδου, αν και χαμηλότερους σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Οι εξαγωγές υπηρεσιών συνέχισαν να αυξάνονται δυναμικά και καταγράφεται βελτίωση τόσο στο ισοζύγιο ταξιδιωτικών υπηρεσιών όσο και στο ισοζύγιο μεταφορικών υπηρεσιών.
- Τα στοιχεία του β΄ τριμήνου του 2019 δείχνουν ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται με ρυθμό ανάπτυξης 1,9%, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2019 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,5%. Στην άνοδο του ΑΕΠ το β΄ τρίμηνο συνέβαλαν κυρίως οι καθαρές εξαγωγές και η δημόσια κατανάλωση. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα θα αυξηθεί κατά 2,3% το δεύτερο εξάμηνο του 2019 και κατά 1,9% συνολικά για το έτος.
Σημαντικά έχουν επίσης βελτιωθεί και οι χρηματοπιστωτικοί δείκτες, καταδεικνύοντας αυξημένη εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ειδικότερα:
- Οι αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου μειώθηκαν σημαντικά σε σχέση με την αρχή του έτους. Ενδεικτικά, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε στο 1,33% στα τέλη Σεπτεμβρίου, από σχεδόν 4,5% στις αρχές Ιανουαρίου του 2019. Ενδεικτική του πολύ θετικού κλίματος είναι η επανέκδοση του 10ετούς ομολόγου που είχε εκδοθεί το Μάρτιο του 2019, στην οποία προχώρησε το Ελληνικό Δημόσιο και στην οποία η απόδοση διαμορφώθηκε στο 1,5%, έναντι 3,9% του Μαρτίου. Το θετικό κλίμα επιβεβαιώθηκε και στη χθεσινή έκδοση 3μηνων εντόκων γραμματίων σε αρνητική απόδοση.
- Ο ΟΤΕ εξέδωσε πρόσφατα 7ετές ομόλογο 500 εκατ. ευρώ με απόδοση κάτω του 1% και τοκομερίδιο 0,875%, το χαμηλότερο που έχει καταγραφεί για ομόλογο που δεν διαθέτει αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας.
- Οι εισροές καταθέσεων συνεχίζονται. Από τις αρχές του 2018 έως το τέλος Σεπτεμβρίου 2019 έχουν επιστρέψει στις τράπεζες εγχώριες ιδιωτικές καταθέσεις ύψους 13,3 δισεκ. ευρώ.
- Οι τραπεζικές χορηγήσεις προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις κατέγραψαν δωδεκάμηνο ρυθμό αύξησης 2,9% τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2019, τον υψηλότερο από τα μέσα του 2010.
- Οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται επί έξι συνεχή τρίμηνα, μετά τις σημαντικές μειώσεις που κατέγραφαν από την αρχή της κρίσης.
Παρ’ όλ’ αυτά, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων την προσεχή περίοδο:
- Δεδομένων των δυσμενών δημογραφικών προοπτικών της χώρας και των αυστηρών δημοσιονομικών περιορισμών, η επίτευξη ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερων από τα σημερινά επίπεδα του 2% μακροπρόθεσμα συνιστά δύσκολο εγχείρημα και απαιτεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων, ιδίως ξένων άμεσων επενδύσεων.
- Η αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που παραμένουν σε υψηλό επίπεδο (43,6% του συνόλου των δανείων), είναι κρίσιμος παράγοντας για την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος και την ικανότητά του να χρηματοδοτεί τις επενδύσεις και να στηρίζει την πραγματική οικονομία.
Προκειμένου να αποσοβήσει τους μελλοντικούς κινδύνους και να αντιμετωπίσει τις εναπομένουσες προκλήσεις και τα προβλήματα που κληροδότησε η κρίση, η κυβέρνηση ορθώς εστιάζει την πολιτική της στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, δεδομένου μάλιστα ότι η κατάταξη της χώρας σε όλους ανεξαιρέτως τους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας είναι πολύ χαμηλή, με τάσεις επιδείνωσης από το 2015 έως το 2018.
Επιπλέον, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελεί υποχρέωση της Ελλάδος στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, καθώς και προϋπόθεση για την ενεργοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Η ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής μέσω της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας, η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και το ξεπάγωμα μεγάλων επενδυτικών έργων, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που παρατηρείται επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στη διεθνή οικονομία.
Η πρώτη επεξεργασία του νομοσχεδίου της Κυβέρνησης με τα αναπτυξιακά μέτρα από τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος με τη χρήση σχετικού οικονομετρικού δυναμικού στοχαστικού υποδείγματος γενικής ισορροπίας, δίνει ενθαρρυντικά αποτελέσματα, τα οποία αναφέρονται στην Έκθεση που συνοδεύει την κατάθεση του Νομοσχεδίου στη Βουλή. Σύμφωνα με τις προσομοιώσεις του υποδείγματος, η πλήρης και αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και της απασχόλησης κατά 5% και σε αύξηση των επενδύσεων κατά 10% την επόμενη δεκαετία.
Επιπλέον, μέτρα για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας έχουν ευεργετικές επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα και τα δημόσια οικονομικά. Μια μείωση της αδήλωτης απασχόλησης κατά 1% εκτιμάται ότι αυξάνει το ΑΕΠ κατά 0,3% και την επίσημη απασχόληση κατά 0,5% και βελτιώνει το δημοσιονομικό αποτέλεσμα περίπου 0,2% του ΑΕΠ.
Μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) και εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε περίπου 75 δισεκ. ευρώ στα μέσα του 2019, που αντιστοιχούν στο 43,6% του συνόλου των δανείων. Αν και η οικονομία επανήλθε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2017, ωστόσο, για να επιτευχθούν υψηλότεροι και διατηρήσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης, χρειάζεται να αναθερμανθεί η πιστωτική επέκταση. Για να γίνει αυτό είναι απαραίτητη η απαλλαγή των ισολογισμών των τραπεζών από τα επισφαλή δάνεια, σε συνδυασμό με αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους.
Ο υψηλός λόγος των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών ήταν μια από τις πρώτες και πιο ορατές επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Την τελευταία τριετία και μέχρι τα μέσα του 2019, το απόθεμα των ΜΕΔ υποχώρησε ως απόλυτο μέγεθος σημαντικά κατά περίπου 30 δισεκ. ευρώ, ως επί το πλείστον μέσω διαγραφών και πωλήσεων δανείων. Επίσης, το θεσμικό πλαίσιο για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους ενισχύθηκε μέσω σειράς μεταρρυθμίσεων:
- επιτάχυνση της εκποίησης εμπράγματων ασφαλειών από τις τράπεζες μέσω ηλεκτρονικών πλειστηριασμών,
- απλούστευση της διαδικασίας πώλησης ΜΕΔ μέσω της απελευθέρωσης του καθεστώτος διαχείρισης ΜΕΔ και της δημιουργίας δευτερογενούς αγοράς δανείων,
- ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, ο οποίος περιλαμβάνει και τη δυνατότητα διαγραφής φορολογικών οφειλών, αν και μέχρι στιγμής λίγες περιπτώσεις έχουν επιλυθεί μέσω αυτής της διαδικασίας,
- η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες έχουν συμφωνήσει με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, ενώ οι μικρότερες έχουν συμφωνήσει παρόμοιους στόχους με την Τράπεζα της Ελλάδος. Βάσει αυτών των στόχων, το ποσοστό των ΜΕΔ πρέπει να μειωθεί στο 35% μέχρι το τέλος του 2019 και κοντά στο 20% μέχρι το τέλος του 2021. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι, ακόμη και αν επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, το ποσοστό των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών θα είναι υπερπενταπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ.
Υπό το πρίσμα αυτό είναι σημαντικό να εφαρμοστούν συστημικές λύσεις, που θα λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι ίδιες οι τράπεζες για την ταχεία βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού τους. Οι ελληνικές τράπεζες διαχειρίζονται προβλήματα ποιότητας του ενεργητικού εδώ και πολλά χρόνια και πρέπει τώρα να επιταχύνουν τις προσπάθειες για να προσεγγίσουν τους μέσους όρους της ΕΕ εντός εύλογου χρόνου. Υπενθυμίζεται ότι όλα τα κράτη-μέλη που αντιμετώπισαν πιέσεις στο χρηματοπιστωτικό τους σύστημα εφάρμοσαν παρόμοιες συστημικές λύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό εγκρίθηκε σήμερα το σχέδιο «Ηρακλής» από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DGComp) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που στηρίζεται στο Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού (APS) μέσω παροχής κρατικής εγγύησης ύψους 9 δισεκ. ευρώ, στο ασφαλέστερο (senior) μερίδιο της τιτλοποίησης που θα πραγματοποιηθεί. Το σχήμα αυτό, που πρέπει να εξειδικευθεί μέσω του εφαρμοστικού νόμου, είναι ένα σημαντικό βήμα προς την ορθή κατεύθυνση αντιμετώπισης του προβλήματος.
Δεδομένου όμως του μεγέθους αυτού του προβλήματος, το βήμα αυτό δεν είναι αρκετό και πρέπει σε αμέσως επόμενο στάδιο να συμπληρωθεί και από άλλα, περισσότερο ολιστικά και συστημικά σχήματα, όπως αυτό που έχουν επεξεργαστεί οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικότερα, και παράλληλα με την αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και το ζήτημα της αναβαλλόμενης φορολογίας (DTC) με τρόπους συμβατούς με τους κανόνες περί κρατικής βοήθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών διατηρούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Επί του παρόντος, το υπόλοιπο των ΜΕΔ συνιστά το πιο σημαντικό πρόβλημα για τις τράπεζες και τον πιο περιοριστικό παράγοντα για την κερδοφορία τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του 2019, η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) των συστημικών τραπεζών είναι μόλις 2,1%, παρά την ικανοποιητική αύξηση των εσόδων προ προβλέψεων σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2018.
Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο μειώθηκε σε 2,2% το πρώτο εξάμηνο του 2019, έναντι 2,4% την ίδια περίοδο του 2018, ενώ το κόστος του πιστωτικού κινδύνου παραμένει κοντά στο 2%. Οι τάσεις αυτές δείχνουν ότι, εάν δεν εξαλειφθούν γρήγορα τα ΜΕΔ από τους ισολογισμούς των τραπεζών, οι ελληνικές τράπεζες δεν θα είναι σε θέση να δημιουργήσουν επαρκή εσωτερικά κεφάλαια.
Επιπλέον, αυτό το υψηλό επίπεδο των ΜΕΔ εμποδίζει τις ελληνικές τράπεζες να χορηγήσουν τις πιστώσεις που τόσο χρειάζεται η πραγματική οικονομία. Όπως προανέφερα, είναι αδύνατη η επίτευξη ταχύρρυθμης ανάπτυξης χωρίς επαρκή και με εύλογο κόστος τραπεζική χρηματοδότηση των επενδύσεων. Η σημαντική μείωση των ΜΕΔ θα οδηγήσει σε βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών, καθιστώντας δυνατή την πρόσβασή τους σε φθηνότερη χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα, η οποία θα μεταφραστεί σε χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού για τις επιχειρήσεις.
Μέχρι στιγμής, στη μείωση των ΜΕΔ έχουν συμβάλει κυρίως οι πωλήσεις – ιδίως με τη μορφή τιτλοποιήσεων – και διαγραφές δανείων, ωστόσο οι τράπεζες δεν θα πρέπει να χαλαρώσουν τις προσπάθειες για την επιτυχή αναδιάρθρωση των δανείων που παραμένουν στα χαρτοφυλάκιά τους.
Στο μέτωπο αυτό η πρόοδος είναι μάλλον αργή και η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με τον SSM, θα εντείνει τις πιέσεις ώστε οι τράπεζες να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στην επιτυχή αναδιάρθρωση δανείων μέσω παροχής λύσεων ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, προκειμένου να μειωθεί το παρατηρούμενο σήμερα υψηλό ποσοστό των δανείων που γίνονται και πάλι μη εξυπηρετούμενα.
Τα ακίνητα που έχουν αποκτήσει οι τράπεζες μέσω πλειστηριασμών ή με άλλο τρόπο αποτελούν ακόμα μία πρόκληση, αλλά και ευκαιρία ταυτόχρονα. Αυτή τη στιγμή η αξία τους ανέρχεται σε 2,3 δισεκ. ευρώ και αναμένεται να αυξηθεί παράλληλα με τη ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων. Αυτά τα ακίνητα μπορούν να αποφέρουν σημαντικές υπεραξίες για τις τράπεζες.
Χρειάζονται περισσότερες προσπάθειες για την περαιτέρω βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου μέσω της άρσης γραφειοκρατικών εμποδίων και της εξάλειψης των νομικών κενών που καθυστερούν την αξιοποίηση των πολιτικών που θεσπίστηκαν πρόσφατα. Το νέο καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας πρέπει να ενταχθεί σε ένα ενιαίο και μόνιμο νομοθετικό πλαίσιο για την πτώχευση φυσικών προσώπων, ενώ χρειάζεται ριζική αναθεώρηση του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών.
Υψηλές προσδοκίες έχουν επίσης δημιουργηθεί σχετικά με τις επιδόσεις της νέας αγοράς διαχείρισης ΜΕΔ. Είναι ακόμη πολύ νωρίς για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Σε κάθε περίπτωση όμως, η Τράπεζα της Ελλάδος θα παρακολουθεί στενά τα αποτελέσματα των επιμέρους εταιριών διαχείρισης ώστε να εξασφαλίσει ότι παράγεται πραγματική προστιθέμενη αξία για τις τράπεζες και συνολικά για την οικονομία.
Η ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει βελτιωθεί θεαματικά, όπως φαίνεται από την απεξάρτηση των τραπεζών από το μηχανισμό χορήγησης έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα – ELA (από το Μάρτιο το 2019) και γενικότερα τη σημαντικά μειωμένη προσφυγή τους σε χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα (που στο τέλος Σεπτεμβρίου ανερχόταν σε 7,5 δισεκ. ευρώ). Η μείωση της χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα είναι αποτέλεσμα μιας σειράς θετικών εξελίξεων:
Πρώτον, οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα βρίσκονται σε ανοδική τροχιά, καταγράφοντας στο τέλος Αυγούστου σωρευτική άνοδο περίπου 26 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το χαμηλό του Ιουλίου του 2015 και φθάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από το Μάρτιο του 2015 και εξής. Οι καταθέσεις αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται σταθερά, αντανακλώντας τις θετικές εξελίξεις όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη και την εμπιστοσύνη στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Δεύτερον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά την πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά και αυξήσει τη χρηματοδότησή τους από άλλες πηγές (έκδοση χρεογράφων, πωλήσεις δανείων και τιτλοποιήσεις). Ειδικότερα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν αυξήσει τη χρηματοδότησή τους από την αγορά έναντι εξασφαλίσεων υπό βελτιωμένους όρους και με διευρυμένο σύνολο διεθνών αντισυμβαλλομένων και υποκείμενων τίτλων. Επιπλέον, επέστρεψαν στις αγορές κεφαλαίων με την επιτυχημένη έκδοση, αρχικά, καλυμμένων ομολογιών από τα τέλη του 2017 και εξής. Το 2019 έγιναν περαιτέρω θετικά βήματα, μεταξύ άλλων με την έκδοση ομολογιών μειωμένης εξασφάλισης που προσμετρούνται στα ίδια κεφάλαια κατηγορίας ΙΙ (Tier II), με σκοπό τη βελτίωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Τρίτον, υπήρξε σημαντική αύξηση των διαθέσιμων αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ μετά την αναβάθμιση των καλυμμένων ομολογιών έκδοσης των ελληνικών τραπεζών σε επενδυτική βαθμίδα. Είναι αξιοσημείωτο ότι, για πρώτη φορά από το 2012, όλες οι εκδόσεις καλυμμένων ομολογιών από ελληνικές επιχειρήσεις διαθέτουν αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας.
Τέταρτον, οι αποτιμήσεις των τίτλων που διακρατούν στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες παρουσίασαν αξιόλογη αύξηση. Πάνω απ’ όλα, όπως προανέφερα, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου είχαν εξαιρετικές επιδόσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του 2019 και η απόδοση του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε σε ιστορικό χαμηλό 1,33% στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Η συνεχής βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας ήταν ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην πρόσφατη άρση και των τελευταίων περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Αυτή η θετική εξέλιξη, σε συνδυασμό και με τη μείωση των ΜΕΔ, αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών, παράλληλα με τις αναμενόμενες αναβαθμίσεις της αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου. Αυτό θα ενισχύσει τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν περαιτέρω βελτίωση της ρευστότητάς τους και, καθώς θα μειώνεται το κόστος χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου, να εκδώσουν και ομόλογα χωρίς εξασφάλιση. Με αυτά τα δεδομένα, μπορεί κανείς να αναμένει με βεβαιότητα ότι η ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα ενισχυθεί περαιτέρω τους επόμενους μήνες».