Ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων-ΣΕΒΕ και η εταιρία DHL, μέλος του ΣΕΒΕ, κατάρτισαν για 5ο διαδοχικό εξάμηνο το Δείκτη Εξαγωγικών Προσδοκιών, ο οποίος καταγράφει τις εκτιμήσεις των Ελλήνων εξαγωγέων αναφορικά με τις εγχώριες και διεθνείς συνθήκες, καθώς και τις εγχώριες και διεθνείς πωλήσεις τους για το 2ο εξάμηνο 2018.
Η ολοκλήρωση του 3ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής ήταν το θέμα επικαιρότητας για το οποίο ρωτήθηκαν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις. Η υλοποίηση του project έγινε από το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών & Σπουδών (ΙΕΕΣ) του ΣΕΒΕ, με Επιστημονικό Σύμβουλο τον Καθηγητή Ιωάννη Χατζηδημητρίου, Πρόεδρο του Τμήματος Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων και Διευθυντή του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στις Διεθνείς Επιχειρηματικές Δραστηριότητες του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Ο Δείκτης TCI ΣΕΒΕ-DHL για το 2ο εξάμηνο του 2018 ανήλθε σε 121,0 μονάδες (όπου TCI>100 = αισιοδοξία και TCI<100 = απαισιοδοξία) έναντι 126,3 μονάδων του 1ου εξαμήνου 2018, 125,8 μονάδων του 2ου εξαμήνου του 2017, 99,5 μονάδων του 1ου εξαμήνου του 2017 και 89,7 μονάδων του 2ου εξαμήνου του 2016. Η μείωση του δείκτη κατά 5,3 μονάδες οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των προσδοκιών για σταθερότητα σε όλους τους τομείς και στην αντίστοιχη μείωση των θετικών εκτιμήσεων που ανέφεραν οι Έλληνες εξαγωγείς.
Πιο συγκεκριμένα:
· Σταθερότητα όσον αφορά στις εγχώριες οικονομικές συνθήκες αναμένει το 59% των ερωτηθέντων, ενώ το 23% εκτιμά ότι αυτές θα βελτιωθούν. Αντίστοιχα, το 18% αναμένει ότι οι οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα θα επιδεινωθούν με σημαντικότερη αιτία την ύφεση της ελληνικής οικονομία
· Το 30% των Ελλήνων εξαγωγέων αναμένει ότι οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες θα επιδεινωθούν στο δεύτερο εξάμηνο του 2018, ενώ μόλις το 15% του δείγματος κάνει θετικές προβλέψεις με σημαντικότερη αιτία την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας σε ποσοστό 46%. Το 55% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι οι παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες θα παραμείνουν σταθερές.
· Αναφορικά με τις εγχώριες πωλήσεις, το ποσοστό αυτών που αναμένουν θετική πορεία παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα (47% στο β’ εξάμηνο 2018, 57% στο α’ εξάμηνο 2018), ενώ το 45% του δείγματος δήλωσε ότι οι πωλήσεις της επιχείρησής τους στην Ελλάδα θα παραμείνουν σταθερές.
· Στο 59% διαμορφώθηκε το ποσοστό αυτών που αναμένουν αύξηση των εξαγωγών τους στο β’ εξάμηνο 2018 έναντι 64% στο α’ εξάμηνο 2018 και στο β’ εξάμηνο 2017 αντίστοιχα, ενώ οι προβλέψεις για σταθερότητα των εξαγωγικών επιδόσεων ανήλθαν σε 37% και για μείωση σε 4%.
·Θέμα Επικαιρότητας: Ολοκλήρωση 3ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Στην ερώτηση σχετικά με το πώς θα επηρεαστούν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις από την ολοκλήρωση του 3ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, το 66% δήλωσε ότι δε θα επηρεαστεί, το 21% εκτιμά πως η επιχείρησή του θα επηρεαστεί θετικά και το 13% αρνητικά.
Όπως αποτυπώθηκε για ακόμη μία φορά στο δείκτη TCI SEVE DHL, οι Έλληνες εξαγωγείς διατυπώνουν ένα αίσθημα εμπιστοσύνης στις δυνατότητες της επιχείρησής τους καθώς το ποσοστό αισιόδοξων εκτιμήσεων αναφορικά με τις εγχώριες πωλήσεις και τις εξαγωγές κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, ενώ η σταθερότητα χαρακτηρίζει τις προσδοκίες τους για τις εγχώριες και διεθνείς οικονομικές συνθήκες. Τέλος, οι εξαγωγείς εμφανίζονται επιφυλακτικοί ως προς τις τρέχουσες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία αναφορικά με την ολοκλήρωση του 3ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, καθώς 2 στους 3 ερωτηθέντες δήλωσαν ότι η επιχείρησή τους δε θα επηρεαστεί από το πέρας του 3ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Ωστόσο, ιδιαίτερα θετικό είναι το γεγονός ότι το ποσοστό των θετικών προσδοκιών ανέρχεται σε 21%, ενώ μόλις το 13% του δείγματος αναμένει ότι οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία θα επηρεάσουν αρνητικά την επιχείρησή τους.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε το διάστημα 17/10/18–16/11/18 σε επιλεγμένο δείγμα 250 εξαγωγικών επιχειρήσεων από όλη τη χώρα (οι 228 ανταποκρίθηκαν). Η επιλογή των επιχειρήσεων έγινε μέσω διαστρωματικής δειγματοληψίας, στα πρότυπα αντίστοιχων ερευνών που πραγματοποιούνται από εγχώριους και διεθνείς οργανισμούς, ενώ για τη συλλογή των στοιχείων των επιχειρήσεων αξιοποιήθηκε η βάση δεδομένων της ICAP. Ειδικότερα, με αρχικό κριτήριο τις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο πάνω από €1.000.000, το δείγμα περιλαμβάνει επιχειρήσεις από πρωτογενή παραγωγή, βιομηχανία και εμπόριο.