Στην πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), Health at a Glance (2019), παρουσιάζονται δείκτες για την υγεία των πολιτών στις πιο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου που είναι μέλη του. Όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ γίνεται, επίσης, μια αξιολόγηση των παραγόντων που συμβάλλουν στην καλή υγεία, καθώς και της επάρκειας και αποτελεσματικότητας των σχετικών πόρων και υποδομών που χρησιμοποιούνται σε κάθε χώρα.
Η συνολική κατάσταση της υγείας του πληθυσμού αξιολογείται ως ικανοποιητική, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο των αναπτυγμένων χωρών του κόσμου. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι που απειλούν την υγεία των Ελλήνων.
Η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στις χώρες του ΟΟΣΑ (2017) στο ποσοστό των ατόμων που δηλώνουν ότι καπνίζουν σε καθημερινή βάση (27% έναντι 18% στον ΟΟΣΑ). Από το 2007, όμως, το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί κατά 12,5 π.μ. περίπου, λόγω της μεγάλης κρίσης και ύφεσης που επακολούθησε (μείωση εισοδημάτων, αύξηση τιμών στα νομίμως διακινούμενα τσιγάρα λόγω φορολογίας), και, πιο πρόσφατα, λόγω της στροφής από την κατανάλωση παραδοσιακών τσιγάρων στα ηλεκτρονικά προϊόντα νικοτίνης.
Επίσης, η Ελλάδα καταγράφει υψηλό ποσοστό θανάτων από την ατμοσφαιρική ρύπανση (77 θάνατοι ανά 100 χιλ. άτομα πληθυσμού έναντι 40 στον ΟΟΣΑ), κυρίως λόγω αυξημένης συγκέντρωσης ιδιαίτερα επιβαρυντικών για την υγεία μικροσωματιδίων, από τις εκπομπές ρύπων, με την υποκατάσταση των πηγών ενέργειας από πετρέλαιο, τα παράγωγά του και από λιγνίτη σε πηγές φυσικού αερίου και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, να είναι σχετικά περιορισμένη.
Η Ελλάδα, αν και στα ενήλικα άτομα (κατά δήλωσή τους) εμφανίζει ποσοστό υπέρβαρων κοντά στο μέσο όρο του ΟΟΣΑ, το αντίστοιχο ποσοστό στα παιδιά 5-9 ετών είναι ανησυχητικά υψηλό. Επίσης, η Ελλάδα εμφανίζει σχετικά χαμηλό επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ στον πληθυσμό (έχει γίνει προσαρμογή για τον τουρισμό), αν και αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα υποεκτίμησης λόγω της μη καταγραφής της παραγωγής οινοπνευματωδών ποτών στο σπίτι, καθώς και εκτεταμένου λαθρεμπορίου λόγω της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης.
Όσον αφορά στο σύστημα υγείας, αν και το 100% του πληθυσμού έχει δωρεάν πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, το δημόσιο σύστημα στην Ελλάδα καλύπτει μόνο το 61% των συνολικών δαπανών υγείας, έναντι 71% στον ΟΟΣΑ. Η κάλυψη για νοσοκομειακή περίθαλψη είναι 66% στην Ελλάδα (88% στον ΟΟΣΑ), για εξωνοσοκομειακή περίθαλψη 62% (77% στον ΟΟΣΑ), για οδοντιατρική φροντίδα 0% (29% στον ΟΟΣΑ) και για φαρμακευτική φροντίδα 54% (57% στον ΟΟΣΑ).
Το υπόλοιπο 39% των δαπανών υγείας καλύπτεται κατά 4 π.μ. από την ιδιωτική ασφάλιση (όσο και στον ΟΟΣΑ) και 35 π.μ. από την τσέπη των ασφαλισμένων (έναντι 21 π.μ. στον ΟΟΣΑ). Από τα χρήματα που πληρώνουν από την τσέπη τους οι ασφαλισμένοι, το 18% πηγαίνει σε γιατρούς και εξωτερικά ιατρεία, το 14% σε οδοντιατρικές εργασίες, το 31% σε νοσοκομειακή περίθαλψη, έναντι 9% στον ΟΟΣΑ, και το 37% σε φάρμακα και άλλα θεραπευτικά μέσα.
Στην Ελλάδα, επίσης, η φαρμακευτική δαπάνη (εκτός νοσοκομείου) είναι υψηλότερη απ’ ότι στη μέση χώρα του ΟΟΣΑ, με το 46% της δαπάνης να καλύπτεται από τους χρήστες, έναντι 16% στη Γερμανία και 13% στη Γαλλία.
Η Ελλάδα διαθέτει επίσης 105 φαρμακοποιούς και 88 φαρμακεία, έναντι 83 φαρμακοποιών και 29 φαρμακείων στη μέση χώρα του ΟΟΣΑ, ανά 100 χιλ. πληθυσμού.