Την πρόθεση των ελληνικών επιχειρήσεων να αυξήσουν τις επενδυτικές τους πρωτοβουλίες, με στόχο την ενίσχυση της καινοτομίας και της χρήσης νέων τεχνολογιών, εκφράζουν 35 διευθυντικά στελέχη σημαντικών ελληνικών εταιρειών, τα οποία κλήθηκαν από να συμμετάσχουν στην πρώτη έρευνα της Deloitte για την καινοτομία στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, το 80% δηλώνει την πρόθεση της εταιρείας του να αυξήσει τις επενδύσεις στον τομέα της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών στα επόμενα δύο χρόνια. Την ίδια στιγμή, πλέον του 40% φαίνεται να εστιάζει στις καινοτόμες πρωτοβουλίες, στην προσπάθεια βελτίωσης των παρεχόμενων προϊόντων και των υπηρεσιών.
Αξίζει να αναφερθεί, ότι μέχρι το 2020 οι επενδύσεις στην καινοτομία αναμένεται να επικεντρωθούν σε νέες ανερχόμενες τεχνολογικές τάσεις, όπως το blockchain, οι γνωσιακές τεχνολογίες και η τεχνητή νοημοσύνη.
Από την άλλη πλευρά, οι τεχνολογίες cloud (64%) και ανάλυσης μεγάλου όγκου δεδομένων (46%), τα ψηφιακά δίκτυα (43%), καθώς και η αυτοματοποίηση διαδικασιών μέσω ρομποτικού λογισμικού (38%), αποτελούν τους καινοτόμους τομείς, στους οποίους οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν πραγματοποιήσει τις περισσότερες επενδύσεις τα τελευταία δύο χρόνια.
Σε ό,τι αφορά τα μέχρι στιγμής οφέλη της εφαρμογής καινοτόμων τεχνολογιών στη λειτουργία των ελληνικών επιχειρήσεων, το 43,5% δηλώνει πως η ρομποτική και ο αυτοματισμός βελτίωσαν την παραγωγικότητα της εταιρείας, ενώ το 38,9% τονίζει τη σημασία της τεχνολογίας «3D printing» στη βελτίωση των προϊόντων και υπηρεσιών.
Σχετικά με τον τρόπο, μέσω του οποίου οι εταιρείες εντοπίζουν και αξιοποιούν εξωτερικές πηγές καινοτομίας, το 63% αναφέρεται στη συνεχή ανάλυση της εμπειρίας και των τάσεων ως προς τις προτιμήσεις του καταναλωτή, ενώ το 50% παραπέμπει στην αποτελεσματικότητα των workshops με τη συμμετοχή ειδικών από άλλους κλάδους.
Ωστόσο, η αύξηση των επενδύσεων στην καινοτομία δεν αρκεί για να κάνει τη διαφορά στη νέα ψηφιακή εποχή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα, οι νέες πρωτοβουλίες των εταιρειών δεν θα πρέπει να εστιάζουν αποκλειστικά στον πειραματισμό και την ένταξη νέων τεχνολογιών, αλλά η καινοτομία θα πρέπει να ενταχθεί στο DNA και την νοοτροπία του οργανισμού.
Αναφορικά με τους ανασταλτικούς παράγοντες και τα εμπόδια που δυσκολεύουν το έργο των ελληνικών επιχειρήσεων στο να εντάξουν την καινοτομία στη λειτουργία τους, η έρευνα εστιάζει στην έλλειψη της απαραίτητης τεχνογνωσίας και του χρόνου για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, καθώς και στην ανάγκη των εταιρειών να αφομοιώσουν μια κουλτούρα που θα τις ωθήσει στην υιοθέτηση νέων ιδεών.
Τέλος, οι συμμετέχοντες θεωρούν ότι για να ενισχύσει περαιτέρω την καινοτομία, η Πολιτεία θα πρέπει να δώσει έμφαση στην εκπαίδευση σε θέματα καινοτομίας και επιχειρηματικότητας, στην παροχή κινήτρων –κυρίως φορολογικών- και στη βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση.