Απόδειξη φορολογικής κατοικίας φυσικού προσώπου: Όπως επισημαίνει η Grant Thornton, προκειμένου να γίνει αποδεκτό ότι η φορολογική κατοικία φυσικού προσώπου δεν βρίσκεται στην Ελλάδα αλλά σε άλλο κράτος, ειδικά στην περίπτωση που πριν την αιτούμενη αλλαγή η φορολογική κατοικία του φυσικού προσώπου για μακρό χρονικό διάστημα βρισκόταν στην Ελλάδα, το βάρος της απόδειξης των περιστατικών που θεμελιώνουν την αλλαγή το φέρει το φυσικό πρόσωπο. Συγκεκριμένα, απαιτείται να τεκμηριώνεται με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο όχι μόνο το υλικό στοιχείο της πραγματικής εγκατάστασης του φυσικού προσώπου σε συγκεκριμένη τοποθεσία στο άλλο κράτος (δηλαδή στέγαση, φυσική παρουσία κλπ.) αλλά και η βούληση του φυσικού προσώπου να καταστήσει το κράτος αυτό κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων. Τα στοιχεία που συνεκτιμώνται σε αυτό το πλαίσιο είναι ενδεικτικά η ύπαρξη ιδιόκτητης στέγης, η παρουσία των μελών της οικογένειας, η άσκηση επαγγελματικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων, η ανάπτυξη πολιτικών, πολιτισμικών ή άλλων σχετικών δραστηριοτήτων, η ύπαρξη περιουσιακών συμφερόντων και οι δεσμοί με τις τοπικές δημόσιες αρχές και φορείς στο άλλο κράτος (ΔΕΔ 2108/2019).
Πίστωση φόρου αλλοδαπής: Στην έννοια του φόρου εισοδήματος έναντι του οποίου φορολογικός κάτοικος Ελλάδας έχει δικαίωμα πίστωσης φόρου αλλοδαπής περιλαμβάνεται και η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, κατά το μέρος που αναλογεί στο εισόδημα αλλοδαπής προέλευσης και στον βαθμό που δεν υπερβαίνει το ποσό του υπολειπόμενου φόρου αλλοδαπής για το εισόδημα αυτό, όταν η Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας που έχει συνάψει η Ελλάδα με άλλο κράτος περιλαμβάνει ρύθμιση όμοια με αυτήν του άρθρου 23Β παρ. 1 της Πρότυπης Σύμβασης του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, γίνεται δεκτό ότι η ειδική εισφορά αλληλεγγύης έχει τον χαρακτήρα τακτικού/συνήθους φόρου εισοδήματος, ο οποίος εννοιολογικά εμπίπτει στο γενικό πεδίο εφαρμογής των Συμβάσεων Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (ΣΑΔΦ). Το συγκεκριμένο δικαίωμα πίστωσης παρέχεται για τα φορολογικά έτη 2015 και επόμενα, ενώ στις περιπτώσεις όπου η εν λόγω ειδική εισφορά δεν συμψηφίσθηκε κατά την αρχική υποβολή των δηλώσεων για τα εν λόγω προηγούμενα έτη οι φορολογούμενοι δικαιούνται να υποβάλλουν τροποποιητικές δηλώσεις χειρόγραφα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. προς επανεκκαθάριση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του 2019, χωρίς την υποβολή κυρώσεων (Ε.2147/2019).
Eκπεσιμότητα δαπανών που τιμολογήθηκαν από αλλοδαπή εταιρεία κράτους με προνομιακό φορολογικό συντελεστή: Για την εκπεσιμότητα, ως συνεκτιμώμενο στοιχείο λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το εάν η εξόφληση των δαπανών από τον λήπτη των τιμολογίων πραγματοποιήθηκε ή όχι με τραπεζικά μέσα, αλλά και το εάν η αλλοδαπή εταιρεία ασκεί ουσιαστική επιχειρηματική δραστηριότητα στο κράτος κατοικίας (μεταξύ άλλων, αν διαθέτει εκεί επαρκείς εγκαταστάσεις και προσωπικό). Συνεπώς, ο έλεγχος δύναται να προχωρήσει στη μη αναγνώριση των συγκεκριμένων δαπανών επικαλούμενος τα παραπάνω τεκμήρια ως αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις συνειδητής μείωσης της φορολογητέας ύλης εκ μέρους του φορολογούμενου, με βάση τη λογική και την κοινή πείρα, ακόμη και αν δεν υπάρχουν για αυτό άμεσες αποδείξεις. Αυτό το, κάπως προωθημένο, κριτήριο για την ελληνική φορολογική πραγματικότητα κάνει δεκτό η πρόσφατη απόφαση ΔΕΔ 1033/2019.
Κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς: Ως τέτοια χαρακτηρίζονται από την Ελλάδα όσα κράτη εφαρμόζουν συντελεστή εταιρικού φόρου εισοδήματος μικρότερο από το 50% του αντίστοιχου ελληνικού. Από τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αυτά συγκαταλέγονται H Βουλγαρία, η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Ουγγαρία. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις που στο πλαίσιο της συνήθους δραστηριότητάς τους λαμβάνουν τιμολόγια από επιχειρήσεις με φορολογική κατοικία στα συγκεκριμένα κράτη, πρέπει να διαθέτουν ισχυρή αλληλουχία τεκμηρίων (στην οποία μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνονται και τα στοιχεία που αναφέρονται στην παραπάνω απόφαση της ΔΕΔ), ώστε να μπορούν να αποδείξουν ότι σκοπός της τιμολόγησης δεν ήταν η μεταφορά κερδών στο εξωτερικό (με σκοπό τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή) αλλά η διενέργεια καθ’ όλα πραγματικών επιχειρηματικών συναλλαγών.
Δήλωση με επιφύλαξη: Στη διατυπούμενη στη φορολογική δήλωση επιφύλαξη πρέπει να παρατίθενται συγκεκριμένα οι λόγοι, καθώς και το ύψος και η φύση των σχετικών κονδυλίων, ώστε να μπορεί η φορολογική αρχή να αποφανθεί επί αυτής, άλλως η επιφύλαξη θεωρείται ανύπαρκτη και δεν δύναται να γίνει δεκτή. Ειδικά επί επιφυλάξεως ως προς την υποχρέωση απόδοσης παρακρατούμενου φόρου, δεν απαιτείται να γίνεται στο ίδιο το σώμα της επιφύλαξης αναφορά του ύψους και του ακριβούς περιεχομένου των τιμολογίων, εφόσον αυτά επισυνάπτονται στη φορολογική δήλωση ή στην επιφύλαξη. Επίσης θα πρέπει στην επιφύλαξη να αναφέρεται το είδος της συναλλαγής και να γίνεται επίκληση των διατάξεων περί μη υποχρέωσης παρακράτησης φόρου, έτσι ώστε να προκύπτει η φύση των σχετικών κονδυλίων, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους αμφισβητείται η υποχρέωση παρακρατήσεως του αναλογούντος στα εν λόγω κονδύλια φόρου (ΣτΕ 1740/2018).