Μόνο εφόσον συνοδεύεται από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους τουλάχιστον 200.000 Ευρώ -όπως καταδεικνύει η Grant Thornton- θα είναι δυνατόν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) να μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρεία (ΑΕ). Η συγκεκριμένη ρύθμιση αναμένεται σε πολλές περιπτώσεις όχι μόνο να δυσχεράνει, αλλά ουσιαστικά να καταστήσει ανεφάρμοστη τη συγκεκριμένη μετατροπή. Δεν ισχύει το ίδιο για τις εταιρείες με άλλη, πλην της ΕΠΕ, νομική μορφή (δηλ. ΟΕ, ΕΕ, ΙΚΕ κλπ.). Οι τελευταίες μπορούν να μετατραπούν σε ΑΕ, αρκεί η νέα εταιρεία να έχει το ελάχιστο προβλεπόμενο μετοχικό κεφάλαιο (25.000 Ευρώ) ενώ, αν υπολείπεται αυτού, η διαφορά θα καλύπτεται με νέες εισφορές.
Εξακολουθεί να είναι υποχρεωτική η προσυπογραφή του πρακτικού συνέλευσης μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης από παριστάμενο συμβολαιογράφο, σε αντίθεση με τις μονοπρόσωπες ΑΕ όπου έχει καταργηθεί και τις Ι.Κ.Ε όπου κάτι τέτοιο ουδέποτε προβλεπόταν. Στην γενικότερη νομοθετική τάση απαλλαγής των εταιρειών από άσκοπες διαδικασίες και έξοδα η συγκεκριμένη ρύθμιση του δικαίου της ΕΠΕ είναι μάλλον παράταιρη, δεδομένου ότι ο σκοπός της διάταξης (δηλ. η αποτροπή προχρονολόγησης ή μεταχρονολόγησης του πρακτικού) εξυπηρετείται και δίχως την εμπλοκή συμβολαιογράφου. Έτσι, με την αντίστοιχη διάταξη στις ΑΕ και ΙΚΕ ορίζεται απλώς ότι η εταιρεία φέρει το βάρος απόδειξης ότι οι αποφάσεις των εταίρων και του διαχειριστή έλαβαν χώρα την ημερομηνία και ώρα που αναγράφεται στο βιβλίο.
Μπορεί να είναι φορολογικός κάτοικος εξωτερικού πρόσωπο που ασκεί ατομική επιχείρηση βραχυχρόνιας εκμίσθωσης ιδιόκτητης κατοικίας στην Ελλάδα, με μόνη υποχρέωση την δήλωση και φορολόγηση στη χώρα του εισοδήματος από τη βραχυχρόνια εκμίσθωση και όχι και του παγκόσμιου εισοδήματός του (Δ.Ε.Δ. Α 2272/2019). Σύμφωνα με την παραπάνω απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) δεν μπορεί να απορρίπτεται αίτημα μεταφοράς φορολογικής κατοικίας όταν αποδεικνύεται ότι o αιτών δεν έχει στην Ελλάδα τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων, έστω κι αν είχε κατά το έτος αυτό οικονομικούς δεσμούς και με την Ελλάδα, οι οποίοι προκύπτουν από την βραχυχρόνια εκμετάλλευση ακινήτου στη χώρα. Το παραπάνω, επίσης, προϋποθέτει το πρόσωπο να μην βρέθηκε στην Ελλάδα συνεχώς για χρονικό διάστημα που υπερέβη τις 183 ημέρες μέσα στο αντίστοιχο έτος και οι σχετικές συνεννοήσεις και συναλλαγές με τους μισθωτές να διενεργούνται εξ’ αποστάσεως, διαδικτυακά και μέσω τραπεζικού συστήματος.
Επανακαθορίζεται το προβλεπόμενο ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ρητά ότι στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου, οι ακόλουθες οφειλές: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα της φοροδιαφυγής, μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών των ποσών τυποποιείται ήδη ποινικά από τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Α.Α.Δ.Ε./Ε.2125/3.7.2019).
Το εισόδημα από ιδιοχρησιμοποίηση ακινήτου αποτελεί εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και κατά συνέπεια για φορολογικούς σκοπούς συνυπολογίζεται σε κάθε περίπτωση στο φορολογητέο αποτέλεσμα της επιχείρησης, ανεξάρτητα αν έχει καταχωρηθεί στα βιβλία της. Όσον αφορά στην τεκμαρτή δαπάνη (μίσθωμα) από την ιδιοχρησιμοποίηση ακινήτου, εφόσον η τεκμαρτή δαπάνη (μίσθωμα) από την ιδιοχρησιμοποίηση ακινήτου δεν υπερβαίνει το τρία τοις εκατό (3%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, αυτή σε κάθε περίπτωση αποτελεί εκπιπτόμενη δαπάνη.
Το φυσικό πρόσωπο-ομόρρυθμος εταίρος προσωπικής εταιρείας δεν καθίσταται υποκείμενος στον ΦΠΑ από μόνη τη συμμετοχή του στην εταιρεία, γιατί η συμμετοχή σε προσωπική εταιρεία δεν συνεπάγεται άσκηση οικονομικής δραστηριότητας κατά τρόπο ανεξάρτητο. Έτσι, κατ’ αρχάς δεν υπόκειται σε ΦΠΑ για την πώληση ακινήτου που κατασκευάζει είτε με συμφωνία αντιπαροχής είτε με συμφωνία πληρωμής σε χρήμα. Ωστόσο, εφόσον κριθεί από τον φορολογικό έλεγχο ότι η πράξη της κατασκευής και πώλησης ακινήτων από φυσικό πρόσωπο γίνεται κατά συνήθη (συστηματική) δραστηριότητα (ως άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας), τότε το φυσικό πρόσωπο αποκτά την ιδιότητα του υποκείμενου σε φόρο και υποχρεούται να υποβάλει τη σχετική δήλωση έναρξης ή μεταβολής στο τμήμα Μητρώου της Δ.Ο.Υ. στην οποία υπάγεται και να ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ για τις πράξεις που διενεργεί.