Σημαντικά εκκρεμή ζητήματα αναμένεται να αντιμετωπίσει μετά τις εκλογές η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης από τη θέση σε εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού συστήματος του ΕΦΚΑ. Τα κυριότερα προβλήματα, που θα πρέπει άμεσα να επιλυθούν, συνοψίζονται ως ακολούθως:
Ταμειακές δυσχέρειες για τους ασφαλισμένους: O ΕΦΚΑ εξακολουθεί να καταλογίζει εσφαλμένα την ελάχιστη μηνιαία ασφαλιστική εισφορά των 175 ευρώ σε ασφαλισμένους που τελούν σε καθεστώς παράλληλης ασφάλισης (π.χ. μισθωτοί που διατηρούν παράλληλα ασφαλιστέα ιδιότητα υπαγόμενη στον τέως ΟΑΕΕ ή ΕΤΑΑ, όπως μέλη εταιρειών, ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι κτλ.), ακόμη και ελλείψει εισοδήματος από τη δεύτερη αυτή ιδιότητα. Επισημαίνεται ότι από 1.1.2017 και εφεξής, οι παραπάνω ασφαλισμένοι υποχρεούνται στην καταβολή ασφαλιστικών εισφορών τόσο για τον μισθό που λαμβάνουν όσο και για το πραγματικό εισόδημα από την ιδιότητα του «ελεύθερου επαγγελματία», εφόσον αυτό υφίσταται. Ωστόσο, για την ασφαλιστέα ιδιότητα του «ελεύθερου επαγγελματία» δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής εκ νέου της ελάχιστης ασφαλιστικής εισφοράς των 175 ευρώ. Συνεπώς, εσφαλμένα καταλογίζεται η ελάχιστη μηνιαία εισφορά των 175 ευρώ σε ασφαλισμένους με μηδενικά εισοδήματα από την δεύτερη ιδιότητα. Το παραπάνω δημιουργεί στην πράξη τεράστιο ταμειακό πρόβλημα στους ασφαλισμένους, οι οποίοι καλούνται να εκταμιεύουν την παραπάνω εισφορά και εν συνεχεία πρέπει να περιμένουν την εκκαθάριση στο επόμενο έτος για να διεκδικήσουν πίσω τα χρήματά τους.
Ανακριβή στοιχεία ασφάλισης: Σύμφωνα με προφορικές πληροφορίες από τον ίδιο τον ΕΦΚΑ, κατά το χρόνο που γίνεται ο υπολογισμός των ασφαλιστικών εισφορών των παράλληλα απασχολούμενων, ο ΕΦΚΑ δεν είναι σε θέση να κάνει διασταύρωση με τα στοιχεία των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων μισθοδοσίας του τρέχοντος έτους. Συνεπώς, ο υπολογισμός των ασφαλιστικών εισφορών των παράλληλα απασχολούμενων γίνεται με βάση τα όποια διαθέσιμα στοιχεία. Πρακτικά, αυτό οδηγεί στο παράλογο ο ΕΦΚΑ να μην είναι σε θέση να γνωρίζει το ύψος των αποδοχών μισθωτής απασχόλησης που λαμβάνουν μέσα στο τρέχον έτος οι ασφαλισμένοι – πολλές φορές δεν μπορεί καν να γνωρίζει ότι έχουν την ιδιότητα μισθωτού.
Έμμισθοι δικηγόροι και μηχανικοί: Έμμισθοι δικηγόροι και μηχανικοί εξακολουθούν εσφαλμένα να καταβάλλουν αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές εφτά (7) μήνες μετά την αλλαγή της νομοθεσίας. Ο λόγος είναι ότι πρακτικά οι επιχειρήσεις δεν μπορούν ακόμη να αναρτήσουν τις μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, καθώς δεν έχουν ακόμη δοθεί οι κατάλληλες οδηγίες από το ΕΤΕΑΕΠ. Υπενθυμίζεται ότι από 1.1.2019 και εφεξής, η εισφορά υπέρ εφάπαξ για τους έμμισθους μηχανικούς (4% μόνο ο ασφαλισμένος) πρέπει να υπολογίζεται μόνο επί του ελάχιστου ασφαλιστέου εισοδήματος των 650 ευρώ μηνιαίως και όχι επί του συνόλου των μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών των ασφαλισμένων. Ειδικά για τους έμμισθους δικηγόρους, τόσο η εισφορά υπέρ εφάπαξ (2% ο ασφαλισμένος και 2% ο εργοδότης) όσο και η εισφορά υπέρ επικουρικής (3,25% ο εργοδότης και 3,25% ο δικηγόρος) πρέπει να υπολογίζεται επί του ποσού των 650 ευρώ μηνιαίως (δηλαδή περίπου 68 ευρώ μηνιαίως συνολικά για εργαζόμενο και εργοδότη).
ΕΤΕΑΕΠ – παράλληλη ασφάλιση: Εσφαλμένα εστάλησαν 250.000 ειδοποιητήρια ασφαλισμένων για τους κλάδους επικουρικής και εφάπαξ ασφάλισης (ενδεικτικά δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί) από το ΕΤΕΑΕΠ. Μεταξύ άλλων, έμμισθοι δικηγόροι και μηχανικοί, που παράλληλα διατηρούν και ανοιχτά βιβλία, όχι μόνο συνεχίζουν να καταβάλλουν εσφαλμένα αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές με παρακράτηση από το μισθό τους, αλλά επιπροσθέτως βεβαιώνονται από τον ΕΤΕΑΕΠ για την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία, οι ίδιες εισφορές δεύτερη φορά, ενώ το ταμείο θα έπρεπε να γνωρίζει την παράλληλη έμμισθη ιδιότητα βάσει των υποβαλλόμενων ΑΠΔ.
Άνιση μεταχείριση μισθωτών ασφαλισμένων: Η εφαρμογή του ανώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος των 6.500 ευρώ μηνιαίως (πριν 5.860 ευρώ) πρακτικά οδηγεί σε άνιση μεταχείριση εις βάρος των μισθωτών. Οι μισθωτοί καταβάλλουν εισφορές κατ’ ανώτατον επί ετησίων αποδοχών ύψους 97.500 ευρώ ετησίως. Επειδή το ετήσιο εισόδημα των αυτοαπασχολουμένων ανάγεται σε 12μηνη βάση (όχι δώρα ή επιδόματα), οι ασφαλιστικές εισφορές τους υπολογίζονται πλέον κατ’ ανώτατον επί ποσού 78.000 ευρώ ετησίως. Ο λόγος διαφοροποίησης δεν μας είναι αντιληπτός.
Αμειβόμενα μέλη ΔΣ από τα κέρδη ΑΕ: Τα κέρδη που διανέμονται σε μέλη ΔΣ ανώνυμης εταιρείας υπόκεινται σε εισφορές «μισθωτού» σε ποσοστό 34,10% (12,72% ο ασφαλισμένος και 21,38% ο εργοδότης), ανεξαρτήτως εάν τα μέλη ΔΣ συμμετέχουν παράλληλα στο κεφάλαιο της ΑΕ σε ποσοστό μεγαλύτερο ή μικρότερο του 3%. Φορολογικά, ωστόσο, οι αμοιβές αυτές από τα κέρδη αποτελούν μέρισμα και δηλώνονται στον ίδιο κωδικό με τα μερίσματα στη δήλωση φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (έντυπο Ε1).
Ωστόσο, μέλη ΔΣ που είναι και μέτοχοι άνω του 3% στην ίδια εταιρεία καταβάλλουν εισφορές με ποσοστό 20,28% και επί των μερισμάτων που δηλώθηκαν κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. Συνεπώς, κατά τη διαμόρφωση του ασφαλιστέου εισοδήματος από μερίσματα, ο ΕΦΚΑ πρέπει να αφαιρεί από τα μερίσματα το ποσό που αντιστοιχεί σε αμοιβές από τα κέρδη, για τις οποίες έχουν ήδη καταβληθεί εισφορές «μισθωτού» σύμφωνα με τα παραπάνω. Σε αντίθετη περίπτωση, οι αμοιβές από τα κέρδη θα υπόκειντο δύο φορές σε εισφορές, μία ως εισόδημα από μισθωτή εργασία κατά το έτος καταβολής τους και μία ως εισόδημα από μερίσματα στο επόμενο φορολογικό έτος. Ερώτημα ανακύπτει εάν οι πληροφορίες και το σύστημα που έχει στη διάθεση του ο ΕΦΚΑ επαρκούν ώστε να γίνεται ορθά ο παραπάνω υπολογισμός που είναι αρκετά σύνθετος.