“Η ψηφιακή εποχή και οι δυνατότητες που δημιουργεί για τις επιχειρήσεις, οφείλουν απαραίτητα να συμβαδίσουν με την ψηφιακή ασφάλεια. Πρέπει να επενδύσουμε στην απαιτούμενη γνώση, στις διαθέσιμες τεχνολογίες, στις προβλεπόμενες διαδικασίες. Για να αντιμετωπίσουμε τους ενδεχόμενους σοβαρούς, οικονομικούς και κοινωνικούς, κινδύνους και για να διασφαλίσουμε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, δίκαιου ανταγωνισμού και ασφάλειας για όλους”.
Αυτό υπογράμμισε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος στο χαιρετισμό του στο 3ο LAW FORUM ON DATA PROTECTION & PRIVACY.
Ο ίδιος ανέφερε: “πλέον, εταιρίες κάθε μεγέθους χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά συστήματα και ανάλυση δεδομένων, για τις πωλήσεις, για την εξυπηρέτηση πελατών, για το σχεδιασμό και την υλοποίηση της εμπορικής τους πολιτικής.
Προφανώς υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά. Όπως συμβαίνει με κάθε πολύτιμο πόρο, έτσι και στην περίπτωση των δεδομένων, δεν απουσιάζουν τα φαινόμενα κατάχρησης, αθέμιτων πρακτικών, ακόμη και εγκληματικών πράξεων. Τα τελευταία χρόνια βλέπουν το φως της δημοσιότητας όλο και περισσότερα περιστατικά κυβερνοεπιθέσεων, κλοπής, διαρροών ή ακόμα και εμπορίου δεδομένων. Πρόκειται για περιστατικά, τα οποία θίγουν δικαιώματα των πολιτών, αλλά ταυτόχρονα βλάπτουν τον ανταγωνισμό και πλήττουν σοβαρά τη φήμη των επιχειρήσεων.
Και παρ’ όλο που το θέμα της διαχείρισης των δεδομένων έχει αναδειχθεί εδώ και αρκετά χρόνια, το πλαίσιο προστασίας ήταν μέχρι πρότινος ελλιπές και αποσπασματικό. Με αποτέλεσμα να προκαλείται αίσθημα ανασφάλειας δικαίου σε όλους τους εμπλεκόμενους.
Το κενό αυτό ήρθε ουσιαστικά, να καλύψει η εφαρμογή του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Δεδομένων. Ενός κανονισμού που άλλαξε τα δεδομένα στον τρόπο λειτουργίας της αγοράς. Εισήγαγε συγκεκριμένες διαδικασίες και υποχρεώσεις για τις επιχειρήσεις, προβλέποντας μάλιστα ιδιαίτερα αυστηρά πρόστιμα για τη μη συμμόρφωση.
Η προσαρμογή και στη συνέχεια η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του νέου πλαισίου, αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για τις επιχειρήσεις. Μια πρόκληση που απαίτησε κατ’ αρχήν συστηματική προετοιμασία, ενημέρωση και εκπαίδευση, ανασχεδιασμό διαδικασιών, αλλά και σημαντική επένδυση σε τεχνολογικούς και ανθρώπινους πόρους. Μια πρόκληση, η οποία εξακολουθεί να είναι πολυδιάστατη, εμπλέκοντας νομικά και τεχνολογικά θέματα, θέματα εμπορικής πολιτικής, θέματα ασφάλειας.
Η τήρηση των κανόνων είναι απαραίτητη. Και αποτελεί μονόδρομο για τις επιχειρήσεις. Όχι απλώς επειδή το επιβάλει ο νόμος ή για την αποφυγή των κυρώσεων. Αλλά γιατί αυτό υπηρετεί μακροπρόθεσμα το συμφέρον όλων. Και των καταναλωτών, αλλά και των επιχειρήσεων, οι οποίες θέλουν να προστατέψουν τη φήμη τους και τη σχέση εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους”.