«Αναιμική» εκτιμάται ότι θα παραμείνει και φέτος η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με το ΑΕΠ να αυξάνεται από 1,5% έως 2% σύμφωνα με μελέτη της PriceWaterhouseCoopers (PwC) για τις εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι το ύψος των επενδύσεων δεν είναι αρκετό, ώστε η οικονομία να οδηγηθεί σε υψηλότερο επίπεδο και να φτάσει το μέσο ευρωπαϊκό ή τις προ κρίσης επιδόσεις της.
«Μπαίνουμε σε μια περίοδο αναιμικής ανάπτυξης. Δύσκολα μπορούμε να φτάσουμε σε πιο ψηλούς ρυθμούς. Μια ανάπτυξη που έχει τη δυναμική να κινηθεί ανάμεσα στο 1,5% με 2%. Αυτή η αναιμική ανάπτυξη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός, ότι οι επενδύσεις δεν φαίνεται να έχουν κινηθεί με το βαθμό που χρειάζεται μια οικονομία για να πάει σε πιο μεγάλη κλίμακα. Δεν υπάρχουν οι επενδύσεις που χρειάζεται η χώρα για να κινηθεί πάνω από το 2% και συνεχίζει μια περίοδος αναιμικής ανάπτυξης» σημείωσε ο Κυριάκος Ανδρέου, Partner και Advisory Leader, PwC Ελλάδας.
Το χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων είναι συνέπεια του υψηλού κόστους κεφαλαίου λόγω των δομικών προβλημάτων της χώρας, στο έλλειμμα εμπιστοσύνης των επενδυτών για τη χώρα, καθώς και στην έλλειψη ρευστότητας στην ελληνική αγορά. Εμπόδιο για την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και την προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων είναι και η δυσκολία των τραπεζών να αντιμετωπίσουν τα κόκκινα δάνεια, επομένως δεν εξασφαλίζουν ρευστότητα ώστε να μπορούν να τη διοχετεύσουν με τη σειρά τους στις επιχειρήσεις.
Η αναιμική ανάπτυξη και η έλλειψη εμπιστοσύνης από ξένους επενδυτές για τη χώρα, δημιουργούν τρεις σοβαρούς κινδύνους: Πρώτον εμποδίζεται η πρόσβαση της χώρας στις αγορές και η εξασφάλιση ενός κόστους δανεισμού που θα μπορούσε να αντέξει η ελληνική οικονομία, επίσης διευρύνεται το χάσμα μεταξύ της ελληνικής οικονομίας και της υπόλοιπης ευρωζώνης, ενώ η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς παράγοντες.
Ο κ Ανδρέου επεσήμανε ότι μέχρι το 2022 -οπότε έχει ρυθμιστεί και το χρέος- η χώρα δε θα έχει πρόβλημα στην εξυπηρέτηση του δανεισμού της. Μετά το 2022 και μέχρι το 2028 η χώρα θα πρέπει να εξυπηρετήσει ένα δανεισμό γύρω στα 75 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι θα αναζητά 11 με 15 δισ. ευρώ τον χρόνο από τις αγορές.
«Αν δεν μπορέσουμε την επόμενη διετία να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη των επενδυτών θα έχουμε τεράστιο πρόβλημα δανεισμού που εμείς το τοποθετούμε στο 2022»
Σύμφωνα με την έρευνα της PwC, κατά τη διάρκεια της περυσινής χρονιάς οι ελληνικές επιχειρήσεις προσέλκυσαν συνολικά 5,5 δισ. ευρώ, -ενδεικτικό των χαμηλών πτήσεων της οικονομίας -εκ των οποίων τα 3,8 δισ. ευρώ προέκυψαν από εξαγορές και συγχωνεύσεις, 0,6 δισ. ευρώ αφορούν εταιρικά ομόλογα και 1 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις.
Το 2018 πραγματοποιήθηκαν 51 εξαγορές και συγχωνεύσεις (έναντι 39 το 2017) ενώ η συνολική αξία των συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,9 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2017, κυρίως λόγω των μεγάλων συναλλαγών στη ναυτιλία, την ενέργεια και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Εξ΄αυτών οι πέντε μεγαλύτερες συναλλαγές άγγιξαν τα 1,8 δισ. ευρώ. Οι συναλλαγές στη ναυτιλία αποτέλεσαν το 22% της συνολικής αξίας των συναλλαγών, με τους τομείς της ενέργειας και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών να ακολουθούν.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, το 2018 σημειώθηκε αυξημένη δραστηριότητα σε επίπεδο Εξαγορών & Συγχωνεύσεων. Ο αριθμός των συναλλαγών παρουσίασε άνοδο της τάξης του 31%, με το συνολικό αριθμό να αγγίζει για το 2018 τις 51 έναντι 39 το 2017. Αντίστοιχα, η συνολική αξία των συναλλαγών μεταβλήθηκε από 1,9 δισ. ευρώ το 2017 σε 3,8 δισ. ευρώ το 2018 σημειώνοντας αύξηση αξίας 1,9 δισ. ευρώ.
Το 2018 αποτυπώνεται μια μεταστροφή προς συναλλαγές μεγαλύτερου ύψους με την μέση αξία να κινείται στα 75 εκατ. ευρώ. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των συναλλαγών αξίας μεταξύ 10 εκατ. ευρώ και 50 εκατ. ευρώ μετατοπίστηκε από 9 το 2017 σε 13 το 2018, αντίστοιχα από 3 σε 17 συναλλαγές αξίας μεταξύ 50 εκατ. ευρώ και 100 εκατ. ευρώ και υπερδιπλασιάστηκε από 1 σε 3 συναλλαγές αξίας μεταξύ 100 εκατ. ευρώ και 150 εκατ. ευρώ.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα έτη όπου οι αποεπενδύσεις των συστημικών τραπεζών αποτελούσαν τον κύριο όγκο των Ε&Σ (μερίδιο 49% για το 2017), η αγορά για το 2018 κινείται κυρίως από τους κλάδους της Ναυτιλίας, της Ενέργειας και των χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών με ποσοστά 22%, 14% και 12% αντίστοιχα.
Κατά τη διάρκεια του έτους αντλήθηκαν επίσης, 635 εκατ. ευρώ από την έκδοση διαπραγματεύσιμων ομολόγων με κουπόνια που κυμαίνονται μεταξύ 2,4% έως 5% από 4 ελληνικές εταιρείες.
Σε επίπεδο ιδιωτικοποιήσεων, τα έσοδα για το 2018 ανήλθαν σε 1 δισ. ευρώ αποκλίνοντας από τον στόχο των 2,7 δισ. ευρώ του κρατικού προϋπολογισμού. Σημειώνεται ότι συνολικά τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις κατά την οκταετία 2011-2018 ανήλθαν σε 5,8 δισ. ευρώ με 4,6 δισ. ευρώ εξ’ αυτών να προέρχονται από 4 έτη (2011, 2013, 2017 και 2018).
Για το 2019, βάσει των ήδη συμφωνηθέντων και λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές ανακοινώσεις, η αξία των εξαγορών και συγχωνεύσεων αναμένεται να ξεπεράσει τα 2 δισ. ευρώ με επιπλέον 2,6 δισ. ευρώ από τις ιδιωτικοποιήσεις.
Βάσει της μελέτης, η PwC αναδείχθηκε πρώτος χρηματοοικονομικός σύμβουλος για Ε&Σ στην Ευρώπη βάσει αριθμού συναλλαγών (64) και δεύτερος βάσει αξίας συναλλαγών (5 δισ. ευρώ).