ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΣΕΒ: Επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες και την εκπαίδευση για την ανάπτυξη

Published

on

Η εφαρμογή των αναδυόμενων νέων τεχνολογιών στο πλαίσιο της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης αναμένεται να αυξήσει την παραγωγικότητα και το κατά κεφαλήν εισόδημα. Σύμφωνα με το δελτίο του ΣΕΒ, αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για χώρες όπως η Ελλάδα, που αντιμετωπίζει γήρανση του πληθυσμού και μείωση του πληθυσμού στις εργάσιμες ηλικίες και, κατά συνέπεια, του εργατικού δυναμικού.

Η Ελλάδα, συνεπώς, θα πρέπει να προσβλέπει σε ταχεία υιοθέτηση της αυτοματοποίησης της παραγωγής σε όλη την οικονομία, που φέρνουν οι νέες τεχνολογίες. Σε διαφορετική περίπτωση, το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού δεν θα μπορεί να αυξηθεί. Στη μεταβατική περίοδο, όμως, εφαρμογής των νέων τεχνολογιών, και λόγω της υψηλής ταχύτητας με την οποία επέρχονται οι αλλαγές, όχι μόνο πρέπει να επιταχυνθούν οι επενδύσεις αλλά και να γίνει μια τεράστια προσπάθεια επανακατάρτισης των εργαζομένων στις δεξιότητες και τις τεχνολογίες της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, ώστε να διευκολυνθεί η αναδιάρθρωση της παραγωγής που επέρχεται.

Το World Economic Forum (A Global Standard for Lifelong Learning and Worker Engagement to Support Advanced Manufacturing, Νοέμβριος 2019) υπολογίζει, με βάση ερωτηματολόγιο προς επιχειρήσεις που συνολικά απασχολούν 15 εκατ. εργαζομένους, ότι, μόνο μέχρι το 2022, 75 εκατ. θέσεις εργασίας διεθνώς θα αντικατασταθούν από μηχανές, ενώ την ίδια περίοδο αναμένεται να δημιουργηθούν 133 εκατ. νέες θέσεις εργασίας στη νέα οικονομία που διαμορφώνεται από την 4η Βιομηχανική Επανάσταση (μια καθαρή αύξηση 58 εκατ. εργαζομένων).

Η McKinsey (McKinsey Global Institute, International Automation Data) υπολογίζει επίσης ότι διεθνώς οι αυτοματισμοί που θα υιοθετηθούν έχουν τη δυνατότητα να οδηγήσουν σε μείωση του αριθμού των εργαζομένων κατά 41% – 56% (1,2 δισ. εργαζόμενοι σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης), ποσοστό που διαρθρώνεται σε διαφορετικά επίπεδα ανά κλάδο και ανά χώρα.

Σημειώνεται ότι οι υπολογισμοί βασίζονται στο μείγμα δραστηριοτήτων των εργαζομένων του κάθε κλάδου και τη δυνατότητα αυτοματισμού των δραστηριοτήτων αυτών, με τις χειρωνακτικές δραστηριότητες και εκείνες της συλλογής και διαχείρισης στοιχείων να έχουν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά υποκατάστασης από ότι εκείνες στη διοίκηση, στην εμπειρογνωμοσύνη και στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Στην Ελλάδα, ειδικότερα, υπολογίζεται από τη McKinsey, ότι οι αυτοματισμοί μπορούν να επηρεάσουν την απασχόληση σε ποσοστό 48% (μεσοσταθμικά) και κυρίως ως προς τις εργασίες ρουτίνας και χαμηλής εξειδίκευσης. Οι κλάδοι που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυνητικές απώλειες λόγω της δυνατότητας αυτοματισμού των εργασιακών καθηκόντων που επιτελούν, οι εργαζόμενοι, με τους κλάδους του εμπορίου, της γεωργίας, της μεταποίησης, και του τουρισμού, έρχονται αντιμέτωποι με τη δυνητική εκτόπιση θέσεων εργασίας κατά 331 χιλ., 240 χιλ., 236 χιλ. και 210 χιλ. αντιστοίχως.

Πρόκειται για ενδεικτικές προσεγγίσεις που, παρόλη την αβεβαιότητα των υπολογισμών, παρουσιάζουν ανάγλυφα το μέγεθος της πρόκλησης που αντιμετωπίζει κάθε επιχείρηση, κάθε κλάδος και κάθε χώρα, ανάλογα με την κλαδική διάρθρωση της παραγωγής. Η διοχέτευση του εργατικού δυναμικού σε άλλες παραγωγικές δραστηριότητες με κατάρτιση σε νέες δεξιότητες, και με νέα θεσμική οργάνωση της εργασίας ενδεχομένως, είναι το μεγάλο στοίχημα της νέας εποχής που ανατέλλει.

Όπως συνέβη και σε άλλες φάσεις εισαγωγής τεχνολογιών στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, δεν έχει ποτέ προκύψει πρόκληση μαζικής και μόνιμης ανεργίας, καθώς αργότερα ή γρηγορότερα, η ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών από την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών απορροφά το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, υπό την προϋπόθεση ότι το τελευταίο αποκτά στη διαδικασία το κατάλληλο σετ δεξιοτήτων, σε χρόνους συμβατούς με τον ομαλό μετασχηματισμό της παραγωγικής βάσης. Αυτό δεν αποκλείει μεταβατικά προβλήματα απορρόφησης ανθρώπων που εκτοπίζονται από την παραγωγική διαδικασία, αν και αυτά εκτιμώνται ως μη σημαντικά σε βάθος χρόνου.

Στην Ελλάδα σήμερα, με δεδομένη την κλαδική διάρθρωση της οικονομίας, απαιτούνται επενδύσεις συμβατές με τις επερχόμενες τεχνολογικές εξελίξεις και κατάρτιση εργαζομένων σε μαζική κλίμακα.

Η ετοιμότητα των κλάδων της ελληνικής οικονομίας για να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των επενδύσεων σε τεχνολογίες της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης τεκμαίρεται και από το είδος των επενδύσεων που επιχειρούν, σε σχέση με τα αντίστοιχα μεγέθη των χωρών της ΕΕ-28, και πιο συγκεκριμένα, επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό (περιλαμβανομένου εξοπλισμού Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών – ΤΠΕ) και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας.

Τα τελευταία περιλαμβάνουν πάγια περιουσιακά στοιχεία που ενσωματώνουν τα αποτελέσματα έρευνας και ανάπτυξης, τα αποτελέσματα μεταλλευτικών ερευνών και αξιολογήσεων, το λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών και βάσεις δεδομένων, ψυχαγωγικά, λογοτεχνικά πρωτότυπα και λοιπά προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία προορίζονται για χρήση διάρκειας μεγαλύτερης του έτους.

Στην ελληνική μεταποίηση (τον κατ’ εξοχήν κλάδο εφαρμογής των νέων τεχνολογιών, αν και όχι μόνο) κατευθύνεται το 20,7% των συνολικών επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό (έναντι 28,2% στην ΕΕ), το 7,9% των συνολικών επενδύσεων σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας (έναντι 34% στην ΕΕ), το 16,3% των συνολικών επενδύσεων σε κατασκευές πλην κατοικιών (έναντι 5,4% στην ΕΕ) και το 0,5% των συνολικών επενδύσεων σε μεταφορικά μέσα (έναντι 6,2% στην ΕΕ)

Επίσης, στην ελληνική μεταποίηση, το 42,4% των επενδύσεων κατευθύνεται σε επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό (έναντι 37,8% στην ΕΕ), το 8,3% σε επενδύσεις σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας (έναντι 49,6% στην ΕΕ), το 48,5% σε επενδύσεις σε κατασκευές πλην κατοικιών (έναντι 9% στην ΕΕ) και το 0,8% σε επενδύσεις σε μεταφορικά μέσα (έναντι 3,6% στην ΕΕ). Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ότι η ελληνική μεταποίηση σε μέγεθος είναι τα 2/3 περίπου της ευρωπαϊκής μεταποίησης, το μίγμα αυτό επενδύσεων (ντουβάρια και μηχανήματα και όχι προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας) δεν αφήνει σαφή περιθώρια για να ισχυρισθεί κανείς ότι η ελληνική μεταποίηση προετοιμάζεται για την επέλαση της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.

Σημειώνεται ότι στην ελληνική μεταποίηση δυνητικά θα υποκατασταθούν μηχανές στο 66% του εργατικού δυναμικού και, συνεπώς, η προετοιμασία θα έπρεπε, σε όρους συμβατών επενδύσεων, να είναι ταχύτερη. Ο κίνδυνος των καθυστερήσεων είναι ορατός, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει η ελληνική μεταποίηση να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στις διεθνείς τάσεις ανταγωνιστικότητας και να συρρικνωθεί.

Το θέμα, βεβαίως, είναι γενικότερο και αφορά σε όλους τους μεγάλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως στη γεωργία, στον τουρισμό, στις μεταφορές και αποθήκευση, στο εμπόριο, κλπ.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του κλάδου των logistics (μεταφορές και αποθήκευση), όπου παρά του ότι το δυνητικό αποτέλεσμα υποκατάστασης μηχανών σε εργατικό δυναμικό είναι τόσο υψηλό όσο στη μεταποίηση (66%), ο κλάδος υστερεί απελπιστικά όχι μόνο σε επενδύσεις σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας αλλά και σε επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό.

Προκαλεί, επίσης, θλιβερή, αν και όχι μη αναμενόμενη, εντύπωση η σχετικά υψηλή υστέρηση σε επενδύσεις συμβατές με τις επερχόμενες τεχνολογικές εξελίξεις, σε κλάδους όπου κυριαρχούν επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας υπό κρατικό έλεγχο, όπως ο ηλεκτρισμός και το φυσικό αέριο, η παροχή νερού, αλλά και η δημόσια διοίκηση στο σύνολο της.

Advertisement

TRENDING