ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Special Report ΣΕΒ: Υγιής ανταγωνισμός, ισχυρότερη οικονομία

Published

on

Το πλαίσιο των κανόνων που ρυθμίζουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η βελτίωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος συνιστά προϋπόθεση για την επιτυχημένη επανεκκίνηση της οικονομίας, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την αύξηση της παραγωγικότητας.

Κατά τη διαμόρφωση των ρυθμιστικών κανόνων πρέπει επομένως να τηρούνται κάποιες βασικές αρχές.

Καταρχήν, οι κανόνες θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο απλοί και σαφείς, ώστε να διευκολύνεται η κατανόησή τους από το διοικούμενο και να του παρέχονται επαρκή κίνητρα για την εφαρμογή τους. Η απλότητα των διατάξεων ευνοεί την ορθή και ομοιόμορφη ερμηνεία τους και τον έλεγχο της εφαρμογής τους από τις διάφορες αρμόδιες αρχές, λειτουργώντας αποτρεπτικά στη δημιουργία «γκρίζων» πεδίων, επικαλύψεων ή ερμηνευτικών κενών. Με τον τρόπο αυτό προάγεται η ασφάλεια δικαίου, ενισχύεται η εμπιστοσύνη ανάμεσα σε διοίκηση και διοικούμενο και διασφαλίζεται η προστασία του καταναλωτή.

Οι κανόνες θα πρέπει ακόμη να είναι ευέλικτοι και σύγχρονοι, να συμβαδίζουν με τις νομοθετικές εξελίξεις σε ενωσιακό επίπεδο, να σέβονται τις αποφάσεις της κρατούσας νομολογίας, να απηχούν τις τρέχουσες επιχειρηματικές και εμπορικές πρακτικές, τεχνολογικές εξελίξεις και καταναλωτικές τάσεις και να υπόκεινται τακτικά σε αντικειμενική κριτική ώστε να αξιολογείται ο βαθμός στον οποίο συνεχίζει να υπηρετείται επαρκώς ο αρχικός σκοπός του νομοθέτη και σε αντίθετη περίπτωση να καταργούνται απαρχαιωμένες, ανενεργές ή άνευ αντικειμένου προβλέψεις.

Οι κανόνες θα πρέπει τέλος να διασφαλίζουν την ισονομία και να προάγουν τη δημιουργία και διατήρηση ενός «ίσου πεδίου δράσης» για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά, χωρίς αναιτιολόγητους περιορισμούς, διακρίσεις και διατήρηση στεγανών που συνιστούν εμπόδια στην εύκολη είσοδο και παραμονή σε συγκεκριμένες αγορές ή στην έξοδο από αυτές.

Και αυτό γιατί περισσότερο υγιής ανταγωνισμός, σημαίνει χαμηλότερες τιμές για τον καταναλωτή, αυξημένη παραγωγικότητα για τις επιχειρήσεις, ενίσχυση της καινοτομίας, πραγματοποίηση επενδύσεων, αύξηση της απασχόλησης και αξιοποίηση του ταλέντου

Για τον ΣΕΒ, η διασφάλιση του ελεύθερου ανταγωνισμού και ο εξορθολογισμός της έντασης της κρατικής παρέμβασης στη λειτουργία των αγορών είναι θέματα που βρίσκονται διαχρονικά ψηλά στην ατζέντα καθώς αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Η ενίσχυση των ανταγωνιστικών πιέσεων αναγκάζει τις επιχειρήσεις να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους παράγοντας υψηλότερης ποιότητας αγαθά και υπηρεσίες διατηρώντας και επεκτείνοντας την πελατειακή τους βάση, ευνοεί τις επενδύσεις σε καινοτομία και την αύξηση της παραγωγικότητας. Επιπλέον, οικονομίες που επιτρέπουν την είσοδο νέων παικτών και τον ανταγωνισμό τους επί ίσοις όροις με τους υφιστάμενους, εύλογα προσελκύουν το επενδυτικό ενδιαφέρον και κατά συνέπεια έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες για τόνωση της απασχόλησης και δημιουργία νέων αγορών.

Μεγάλος κερδισμένος από τον υγιή ανταγωνισμό των επιχειρήσεων και την οικονομική ευημερία είναι ο καταναλωτής, ο οποίος απολαμβάνει μεγαλύτερη ποικιλία και ποιοτικότερα προϊόντα σε πιο ανταγωνιστικές τιμές.

Δεν είναι ωστόσο λίγες οι φορές που η νομοθεσία εκπληρώνει μερικά μόνο ή και κανένα από τα πιο πάνω κριτήρια, καθιστάμενη η ίδια τροχοπέδη στην υγιή επιχειρηματική δραστηριότητα και στην είσοδο νέων επενδύσεων, εμποδίζοντας τη χώρα να ανακάμψει και να βελτιώσει την εικόνα της στους δείκτες μέτρησης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Και παρόλα αυτά, διατάξεις αναχρονιστικές ή προβληματικές για την ελεύθερη ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας διατηρούνται σε ισχύ καθώς συχνά, η μακροχρόνια εφαρμογή τους οδηγεί στην εξοικείωση των επιχειρήσεων με αυτές και στην αδυναμία τους να αναγνωρίσουν τον αρνητικό αντίκτυπο που συνεπάγονται για τις ίδιες. Και αντίστοιχα, η διαρκής τριβή των στελεχών των δημόσιων υπηρεσιών με διατάξεις που μπορεί να έχουν πάψει από καιρό να ικανοποιούν το σκοπό του νομοθέτη ή που μπορεί να μην έχουν πλέον οποιαδήποτε πρακτική σημασία ή νόημα, αποδυναμώνει την κριτική σκέψη και την αντίσταση στον παραλογισμό της εφαρμογής τους.

Το δύσκολο έργο απελευθέρωσης της ελληνικής αγοράς από πλήθος νόμων και διατάξεων που οδηγούν στον περιορισμό και τη στρέβλωση του ελεύθερου ανταγωνισμού αποτέλεσε μέρος των προγραμμάτων προσαρμογής και οδήγησε σε πρωτοβουλίες όπως το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων με το ν. 3959/2011, καθώς και της πρωτοβουλίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης να εκσυγχρονίσει το απαρχαιωμένο πλαίσιο διακίνησης και λειτουργίας προϊόντων και παροχής υπηρεσιών.

Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση, καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η συμμετοχή της Επιτροπής Ανταγωνισμού η οποία έκρινε ότι συγκεκριμένοι περιορισμοί όπως η υποχρέωση του παραγωγού, εισαγωγέα και χονδρεμπόρου για αναγραφή της «αρχικής» και των «ενδιάμεσων» τιμών καθώς και των εκπτώσεων λόγω τζίρου στον τιμοκατάλογο, είναι υπέρμετρα περιοριστικοί για τη διαμόρφωση της τιμολογιακής πολιτικής των επιχειρήσεων, ιδίως στους κλάδους όπου οι συχνές μεταβολές τιμών είναι συνήθεις λόγω χρηματιστηριακής διακύμανσης των τιμών των πρώτων υλών, αυξάνουν αδικαιολόγητα το διαχειριστικό τους κόστος και είναι δυσανάλογοι ως μέσα, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό της κρατικής εποπτείας των τιμών χονδρικής.

Στη συνέχεια, το 2012 με πρωτοβουλία του, τότε, Υπουργού Ανάπτυξης κ. Χατζηδάκη ανατέθηκε στον ΟΟΣΑ η χαρτογράφηση και αξιολόγηση των δυνητικών επιπτώσεων της νομοθεσίας στον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων σε συγκεκριμένους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, το έργο δηλαδή της «εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ για τον ανταγωνισμό» ή πιο γνωστό ως «toolkit I», προσπάθεια την οποία συνέχισαν και οι επόμενες κυβερνήσεις με την ανάθεση στον ΟΟΣΑ δύο ακόμη αντίστοιχων έργων.

Τα ευρήματα του ΟΟΣΑ κατά τη διάρκεια του πρώτου έργου αποτελούν απόδειξη της ικανότητας επιχειρήσεων και δημόσιας διοίκησης να λειτουργούν αδιαμαρτύρητα μέσα σε ένα πλαίσιο διατάξεων που «δοκιμάζουν τις αντοχές τους» γεγονός το οποίο αποτυπώνεται και στη δήλωση του Γενικού Γραμματέα του ΟΟΣΑ κ. Guria ότι την περίοδο εκείνη, οι ελληνικές αγορές βρίσκονταν ανάμεσα στις περισσότερο ρυθμισμένες χωρίς να αναλαμβάνεται καμία συντεταγμένη προσπάθεια για άρση των νομοθετικών εμποδίων σε ορισμένους, έστω, κλάδους της οικονομίας

Η παρεξηγημένη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ

Τα έργα της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ στην Ελλάδα απέκτησαν αρνητική χροιά και αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία, αν όχι εχθρικότητα. Σε μεγάλο βαθμό αυτό αποδίδεται στην επιλογή των κλάδων που εξετάστηκαν στο πλαίσιο του πρώτου έργου, στο είδος των συστάσεων που διατυπώθηκαν και στα νομοθετήματα μνημονιακού χαρακτήρα στα οποία εντάχθηκε η υλοποίησή τους. Είναι ωστόσο γεγονός ότι η ανάθεση στον ΟΟΣΑ των τριών έργων δεν πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο υλοποίησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά εντάχθηκε στο πρόγραμμα τεχνικής βοήθειας της χώρας και χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο.

Εξάλλου, η κυριολεκτική μετάφραση της λέξης “toolkit”, δηλαδή «εργαλειοθήκη», αποδίδει καλύτερα τη φιλοσοφία πάνω στην οποία αυτή δημιουργήθηκε: την παροχή δηλαδή εργαλείων και κατευθύνσεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις εθνικές αρχές για την αξιολόγηση των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η νομοθεσία στον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων ενός συγκεκριμένου κλάδου και την ανάληψη των κατάλληλων μέτρων από τον νομοθέτη για τη βελτίωση τυχόν προβληματικών πεδίων. Για αυτό το λόγο άλλωστε οι βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται μπορούν να αξιοποιηθούν διαχρονικά και οριζόντια από τον εκάστοτε εθνικό νομοθέτη, τόσο κατά την παραγωγή νέων διατάξεων όσο και για τη διαρκή αξιολόγηση και αναθεώρηση της υφιστάμενης νομοθεσίας υπό τα νέα κάθε φορά οικονομικά, κοινωνικά και νομικά δεδομένα.

Πέραν όμως της διακριτικής ευχέρειας που καταλείπεται στον εθνικό νομοθέτη σχετικά με την ολική ή μερική υιοθέτηση των συστάσεων που διατυπώνει ο ΟΟΣΑ, και ο ίδιος ο τρόπος νομοτεχνικής τους προσαρμογής στο εθνικό δίκαιο αποτελεί αντίστοιχα, ζήτημα επιλογής στη βάση του σεβασμού των γενικών αρχών του δικαίου που διέπει το κάθε κράτος ανάλογα με τη φύση των συστάσεων. Όπως άλλωστε επισημαίνεται και στον Οδηγό Αξιολόγησης Συνθηκών Ανταγωνισμού του ΟΟΣΑ, «δεδομένου ότι το θεσμικό, νομικό και ομοσπονδιακό πλαίσιο των πεδίων δικαιοδοσίας του ΟΟΣΑ διαφέρουν σημαντικά, ο τρόπος ενσωμάτωσης της αξιολόγησης στις κρατικές ενέργειες πιθανόν να ποικίλει εξίσου από το ένα πεδίο στο άλλο».

Τέλος, καθοριστικός είναι σε κάθε έργο και ο ρόλος των εκπροσώπων της εθνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού που συμμετέχουν κάθε φορά στη διαδικασία, όπως άλλωστε συνέβη και στα έργα στην Ελλάδα. Όπως τονίζεται αρκούντως από τον ΟΟΣΑ «Οι αρχές ανταγωνισμού αποτελούν ιδανικούς συμβούλους όσον αφορά τις αξιολογήσεις αυτές, παρέχοντας επιμόρφωση σχετικά με τη διαδικασία και διεξάγοντας επιλεκτικές αξιολογήσεις».

Advertisement

TRENDING