«Για να επιτύχει η χώρα ρυθμούς ανάπτυξης στο 3% θα χρειασθούν ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων από 8-10% για τα επόμενα 10 χρόνια».
Αυτό υπογράμμισε ο κ. Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος στον όμιλο της Eurobank και πρόεδρος στο Επιστημονικό Συμβούλιο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών κατά την ομιλία του στο Athens Investment Forum. «Είναι αυτονόητο ότι η χώρα χρειάζεται επενδύσεις και ότι θα πρέπει να απαγκιστρωθεί από το προηγούμενο μοντέλο της κατανάλωσης. Η συμμετοχή της κατανάλωσης στο ΑΕΠ της Ελλάδας παραμένει υψηλή, ενώ η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ παραμένει πολύ χαμηλά γύρω στο 11%, όταν στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο 20,9%. Αρκεί να αναφερθεί ότι η πτώση των επενδύσεων στη χώρα είναι γύρω στα 85 δισ. ευρώ σε σχέση με τις τιμές του 2010».
Ο κ. Αναστασάτος ανέφερε ότι η διαθεσιμότητα των εγχώριων πόρων για επενδύσεις είναι περιορισμένη και αυτό καταδεικνύει την αναγκαιότητα των ξένων επενδύσεων και ιδιαίτερα των λεγόμενων greenfield επενδύσεων, ήτοι των επενδύσεων που ξεκινούν από την αρχή. «Οι άμεσες ξένες επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ παραμένουν στο ήμισυ σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Το διεθνές περιβάλλον δεν μπορούμε να το επηρεάσουμε, μπορούμε ωστόσο να έχουμε σταθερές πολιτικές και να βελτιώσουμε το πλαίσιο ώστε να προσελκύσουμε περισσότερα κεφάλαια».
Ο κ. Αναστασάτος αναφέρθηκε και στο ανθρώπινο κεφάλαιο, επισημαίνοντας ότι ενώ η ανεργία μειώνεται κι έχει φθάσει στο 17%, υπάρχει αυτή την στιγμή μεγάλη ανάγκη για ποιοτικές θέσεις εργασίας. Πολύ χαμηλή είναι και η «επένδυση» στη χώρα και στους τομείς της έρευνας και ανάπτυξης (R+D), γεγονός το οποίο εν μέσω κρίσης μπορεί να θεωρήθηκε ως πολυτέλεια, ωστόσο πλέον αποτελεί αναγκαιότητα εν μέσω του γενικότερου ευρωπαϊκού περιβάλλοντος όπως το διαμορφώνουν οι νέες συνθήκες. Επίσης ένας δεύτερος τομέας, όπου υστερεί η Ελλάδα και οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι τα λεγόμενα ψηφιακά προσόντα. «Το άυλο κεφάλαιο είναι πολύ σημαντικό», τόνισε.
Στο ερώτημα αν αυτή την στιγμή η χώρα μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις, ο κ. Αναστασάτος ανέφερε ότι η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας στο κομμάτι της εργασίας έχει βελτιωθεί, όπως και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα ειδικά μέχρι το 2014, δεδομένου ότι στη συνέχεια υπήρξε μία στασιμότητα. Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη χαμηλά στη λίστα του ΟΟΣΑ, επομένως υπάρχει σημαντικός δρόμος που θα πρέπει να διανυθεί και θα πρέπει η κυβέρνηση να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Η χώρα θα πρέπει επίσης να καλύψει το κενό και όσον αφορά το θέμα της επενδυτικής βαθμίδας».
Μία σημαντική πρόκληση εξακολουθεί να είναι το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπου οι ελληνικές τράπεζες υστερούν έναντι της Ευρωζώνης, ωστόσο υπάρχει βελτίωση και επίτευξη των στόχων. «To βασικό είναι να αρχίσει να επιταχύνει η ανάπτυξη, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, των νέων επενδυτικών σχεδίων και των νοικοκυριών που είναι ακόμη χαμηλά».