Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας τάσσεται υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ από 586 ευρώ που διαμορφώθηκε το 2012 με την ένταξη της χώρας στα Μνημόνια. Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση στου ΒΕΑ, «θεωρούμε ότι το έξτρα εισόδημα που θα δοθεί, θα ενισχύσει χιλιάδες νοικοκυριά και αυτό θα έχει ως συνέπεια την ταυτόχρονη αύξηση της αγοραστικής δύναμής τους».
«Η εξέλιξη αυτή, θα έχει ως αποτέλεσμα την τόνωση, έστω και μικρή, της κατανάλωσης, καθώς το εισόδημα όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα ενισχυθεί κατά 54 ευρώ το μήνα, ήτοι 648 ευρώ το χρόνο, ενώ οι νέοι κάτω των 25 ετών θα έχουν επιπλέον εισόδημα 117 ευρώ το μήνα, ή συνολικά 1.404 ευρώ το χρόνο. Τα χρήματα αυτά, θεωρούμε ότι θα επιστρέψουν στην πραγματική οικονομία και ταυτόχρονα θα βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο 600.000 εργαζόμενων.
Την ίδια στιγμή όμως, δε μπορούμε να παραβλέψουμε, ότι οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, θα επιβαρυνθούν με επιπλέον μισθολογικό κόστος. Ο κάθε εργοδότης θα κληθεί να καταβάλει 80 ευρώ επιπλέον, ενώ για όσους είναι κάτω των 25 ετών, το εργοδοτικό κόστος ανεβαίνει κατά 174 ευρώ τον μήνα.
Το Β.Ε.Α είχε ζητήσει από την κυβέρνηση, η αύξηση του κατώτατου να συνδυαστεί με την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ή των φορολογικών βαρών, προκειμένου να μην ενταθούν φαινόμενα υποδηλωμένης ή αδήλωτης εργασίας. Παράλληλα, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, πολλές επιχειρήσεις να μην αντέξουν την αύξηση και να προχωρήσουν σε απολύσεις ή αναστολή λειτουργίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ζητάμε από την πολιτική ηγεσία, να ενεργοποιήσει άμεσα προγράμματα επιδότησης του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους, αλλά και να μειώσει νωρίτερα από τον Ιούνιο, κατά μια μονάδα, τις ασφαλιστικές εισφορές.
Παράλληλα, η κυβέρνηση δεν πρέπει να προχωρήσει στη μείωση του αφορολόγητου από 1-1-2020, καθώς όλα τα χρήματα που θα δώσουν οι επιχειρηματίες στους εργαζόμενους, δεν θα διοχετευτούν στην αγορά και την πραγματική οικονομία, αλλά θα επιστρέψουν στα κρατικά ταμεία, ενισχύοντας το σπιράλ της ύφεσης», καταλήγει.