Κάτι μεγάλο βρίσκεται στα σκαριά στον Πειραιά! Μετά από δεκαετίες μη αξιοποίησης, ο εμβληματικός αλλά εγκαταλελειμένος Πύργος του Πειραιά αλλάζει.
Το μεσημέρι της Δευτέρας, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, παρουσία των υπουργών Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη και Εσωτερικών Τάκη Θεοδωρικάκου, ο δήμαρχος Πειραιά Γιάννης Μώραλης υπέγραψε τη σύμβαση παραχώρησης με το κοινοπρακτικό σχήμα που έχει αναλάβει την ριζική ανακαίνισή του.
Η κοινοπραξία της Dimand-EBRD και της Prodea Investments ΑΕΕΑΠ ανέλαβε να το μετατρέψει σε συγχρονο κτίριο γραφείων και εμπορικών χρήσεων. Νικητής του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού των όψεων αναδείχθηκε το γραφείο PILA.
Από το 2022 όταν θα έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες ανακαίνισης θα έχει μεταμορφωθεί σε ένα τοπόσημο για την πόλη και το λιμάνι του Πειραιά.
Το project
Ο εμβληματικός, αλλά εγκαταλελειμμένος, Πύργος του Πειραιά είναι το δεύτερο υψηλότερο κτίριο στην Ελλάδα, μετά τον Πύργο των Αθηνών.
Έχει ύψος 84 μέτρα και αποτελείται από 22 ορόφους. Αν και δεσπόζει στο λιμάνι εδώ και 45 χρόνια, ποτέ δεν αξιοποιήθηκε για διάφορους λόγους.
Οι όροι του Διεθνή Διαγωνισμού, σύμφωνα με την κατακύρωση, που εγκρίθηκε από το ΣτΕ, προβλέπουν την παραχώρησή του για 99 έτη, τη διαχείριση και εκμετάλλευσή του από τον αναδόχο, με ετήσιο οικονομικό αντάλλαγμα για τον Δήμο 1.010.000 ευρώ και με αναπροσαρμογή 2% ετησίως.
Το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του έργου είναι 33 μήνες για τη ριζική ανακαίνιση και διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων και του άμεσου περιβάλλοντος χώρου, την αναβάθμιση όψεων με προστατευτικό κέλυφος, κατακόρυφες ζώνες πρασίνου και σύγχρονο σύστημα φωτισμού για την ανάδειξή του σε τοπόσημο της πόλης.
Η αξιοποίηση του Πύργου προβλέπει μικτές χρήσεις και η πρόθεση των επενδυτών είναι να διαμορφωθεί το κτίριο για καταστήματα, γραφεία, χώρους εστίασης και έναν Πολυχώρο Πολιτιστικών λειτουργιών για την ανάδειξη του θαλάσσιου τουριστικού και ναυτιλιακού προϊόντος, που χαρακτηρίζει την πόλη και το μεγάλο λιμάνι του Πειραιά.
Η ιστορία του Πύργου
Η ανέγερσή του άρχισε το 1972 επί δημαρχίας Α. Σκυλίτση και φέρει την υπογραφή των αρχιτεκτόνων Ι. Βικέλα, Γ. Μολφέση και Α. Λοϊζου. Η ανέγερση ολοκληρώθηκε το 1975, ενώ το 1983 πήρε την εξωτερική του μορφή. Για πολλά χρόνια παρέμεινε ένα “κουφάρι” που δεν λειτούργησε ποτέ, εκτός από το ισόγειο και τους δύο πρώτους ορόφους οι οποίοι στέγασαν περιστασιακά ένα σχολείο, ένα υπερκατάστημα, τα γραφεία του Εθνικού και διάφορες δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες.