Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι συνολικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στη χώρα μειώθηκαν το 2018 κατά 12%, έναντι αύξησης κατά 9,4% το 2017, κυρίως λόγω της πτώσης των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό και στις λοιπές κατασκευές. Αντίθετα, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό αυξήθηκαν, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες κατέγραψαν για πρώτη φορά από το 2007 θετικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής.
Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank, οι δύο τελευταίες επενδυτικές κατηγορίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό ενσωματώνουν σε μεγάλο βαθμό υψηλή τεχνολογία, ανανεώνοντας και αναβαθμίζοντας το φυσικό κεφάλαιο της χώρας, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες αποτέλεσαν βασικό όχημα της οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας πριν την οικονομική κρίση.
Ωστόσο, η συρρίκνωση των επενδύσεων συγκριτικά με το επίπεδό τους πριν την κρίση, υπονομεύει τον στόχο της σταδιακής σύγκλισης προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με αποτέλεσμα να απαιτείται τεράστια προσπάθεια καθώς η χώρα κατατάσσεται τελευταία, με βάση το σύνολο της ακαθάριστης επενδυτικής δαπάνης ως ποσοστό στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (11% το 2018 στην Ελλάδα, έναντι μέσου όρου 21% στην ΕΕ-28).
Πως μπορεί λοιπόν να καθορισθεί και να ποσοτικοποιηθεί ένας εθνικός στόχος για τις επενδύσεις; Μεσοπρόθεσμα, θα μπορούσε να τεθεί ως στόχος η επάνοδος των ετήσιων επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα, δηλαδή μεταξύ 23 – 26%. Για την επίτευξη αυτού του στόχου ωστόσο, οι επενδύσεις το επόμενο έτος θα έπρεπε να αυξηθούν κατά 14,9 ποσοστιαίες μονάδες, προκειμένου να φτάσουν στο ύψος του 2007, όταν το επίπεδο των επενδυτικών δαπανών βρισκόταν στο απόγειό του, και κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες για να φθάσουν στο επίπεδο του 2010.
Επιπροσθέτως, ποιο θα ήταν το ύψος των επενδύσεων που θα απαιτείτο σωρευτικά τα επόμενα έτη προκειμένου να επανέλθει το φυσικό απόθεμα κεφαλαίου της χώρας στο επίπεδο πριν την έναρξη της οικονομικής κρίσης και επομένως να αντισταθμισθεί η αποεπένδυση; Πράγματι, η μακροχρόνια διατήρηση της επενδυτικής δαπάνης στα έτη της οικονομικής ύφεσης σε επίπεδο χαμηλότερο από το ύψος των αποσβέσεων, εξασθένισε το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας – τόσο σε όρους αξίας, όσο και μη ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογικών καινοτομιών που έλαβαν χώρα σε αυτήν την περίοδο.
Για την επαναφορά του καθαρού αποθέματος φυσικού κεφαλαίου στο επίπεδο του 2010, οι απαιτούμενες επενδύσεις εκτιμάται ότι φθάνουν τα €77 δις σε σταθερές τιμές 2010. Η ακολουθούμενη επενδυτική στρατηγική οφείλει να απαντήσει σε δύο ακόμη ερωτήματα: πρώτον, στο ποια θα έπρεπε να είναι η κλαδική σύνθεση της επενδυτικής δαπάνης, και δεύτερον, ποιες θα μπορούσαν να είναι οι πηγές χρηματοδότησής της. Στο προηγούμενο δελτίο (03/04/2019) παρουσιάσθηκαν εκτενώς και αναλύθηκαν στις επιμέρους θεματικές τους ενότητες οι επενδύσεις οι οποίες χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ 2014-2020, μέσω δημόσιας δαπάνης και κοινοτικής συμμετοχής από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία. Το ύψος των επενδυτικών κονδυλίων του ΕΣΠΑ φθάνει τα €21 δις, με τις πληρωμές που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι στιγμής να φθάνουν το 1/4 περίπου του συνολικού προϋπολογισμού των επενδύσεων.
Το ΕΣΠΑ ωστόσο αφορά ένα μέρος μόνο της επενδυτικής δαπάνης, η οποία θα πρέπει να διοχετευθεί στην οικονομία τα επόμενα χρόνια, αφενός για να επιτευχθούν οι Στόχοι της Στρατηγικής «Ευρώπη 2020», αφετέρου για να εισέλθει η χώρα σε μια δυναμική επενδυτική τροχιά και να ξεπεράσει σε όρους επενδύσεων τα προ κρίσης επίπεδα. Καθώς τα απαιτούμενα κεφάλαια για το στόχο αυτό πλησιάζουν τα € 77 δις όπως είδαμε, οι πόροι του ΕΣΠΑ καλύπτουν λιγότερο από το 1/3 των συνολικών πόρων που χρειάζονται για το σκοπό αυτό. Τα μεγάλα έργα υποδομών τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη σε καίριους παραγωγικούς και πολυκλαδικούς τομείς όπως η Ενέργεια και η Εφοδιαστική αλυσίδα, αποτελούν άλλο ένα όχημα πάνω στο οποίο αναμένεται να στηριχθεί η επενδυτική ώθηση τα επόμενα χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται έργα όπως η επέκταση του ήδη υπάρχοντος δικτύου φυσικού αερίου στην Ελλάδα μέχρι το 2021, η αναβάθμιση του Λιμένα Πειραιώς, η ολοκλήρωση του Διαδριατικού Αγωγού φυσικού αερίου (Trans Adriatic Pipeline – TAP), οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και η αύξηση της συμμετοχής τους στην τελική κατανάλωση ενέργειας σε ποσοστό 20% έως το 2020 κ.α.
Πέραν όμως των ήδη ανειλημμένων έργων υποδομών, η σύσταση του επενδυτικού μίγματος σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδά του θα πρέπει να διαφοροποιηθεί και να ακολουθήσει μια επενδυτική στρατηγική η οποία να δίνει βάρος σε έργα και επιχειρηματικούς τομείς που δημιουργούν προστιθέμενη αξία, έλκονται από την έρευνα και την καινοτομία, χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες και σέβονται το περιβάλλον. Οι τομείς αυτοί, αφορούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, το οποίο, εκτός από την Ενέργεια και την Εφοδιαστική Αλυσίδα (logistics), περιλαμβάνει και τον Αγροδιατροφικό τομέα, τον Τουρισμό, τους κλάδους της Υγείας και του Φαρμάκου και των Τηλεπικοινωνιών και της Πληροφορικής. Οι τομείς αυτοί κρίνονται σημαντικοί για την οικονομική πορεία της χώρας, αφού κάθε ένας από αυτούς ενσωματώνει χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν ως ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και να αποτελέσουν βασικό όχημα της ελληνικής παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών στο δρόμο προς την ανάπτυξη.
Συγκεκριμένα, ο τομέας του τουρισμού καταγράφει σημαντικές επιδόσεις και αποτελεί βασική πηγή του εγχώριου εισοδήματος τα τελευταία χρόνια, καθιστώντας τη χώρα βασικό πόλο έλξης εκατομμυρίων τουριστών ετησίως. Η Ελλάδα θεωρείται από τους ελκυστικότερους προορισμούς παγκοσμίως λόγω της γεωγραφικής της ποικιλομορφίας, της ιστορίας και του πολιτισμού της, αλλά και των υψηλών προδιαγραφών υποδομών της που αποτελούν πόλο έλξης για επενδύσεις. Ο τομέας της Ενέργειας καθίσταται σημαντικός μοχλός ανάπτυξης της χώρας λόγω των σημαντικών έργων και υποδομών τα οποία έχουν πραγματοποιηθεί ή αναληφθεί και βρίσκονται προς υλοποίηση τα τελευταία χρόνια. Η στρατηγική γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, οι φυσικοί πόροι που διαθέτει, κυρίως στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αναβαθμίζουν το ρόλο της χώρας ως καίριο διηπειρωτικό ενεργειακό σταυροδρόμι.