Ατιμώρητος παραμένει ένας στους τρεις δράστες (34%) σε περιστατικά εταιρικής απάτης στην Ελλάδα, έναντι μόλις 5% σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με τα ευρήματα της ετήσιας έρευνας “Report to the Nations 2020” του Association of Certified Fraud Examiners – ACFE που παρουσίασαν η EY Ελλάδος και ACFE Greece Chapter, στο πλαίσιο webcast, που συνδιοργάνωσαν πρόσφατα. Επίσης, ποσοστό 36% των περιστατικών απάτης στην Ελλάδα διαπιστώνονται έπειτα από υποδείξεις και πληροφορίες τρίτων.
Η παγκόσμια έρευνα του ACFE βασίζεται στην ανάλυση 2.504 περιπτώσεων απάτης στον χώρο εργασίας, σε 125 χώρες – ανάμεσά τους και η Ελλάδα – που διερευνήθηκαν μεταξύ Ιανουαρίου 2018 και Σεπτεμβρίου 2019. Πρόκειται για ένα μεγάλο δείγμα, αλλά μικρό κλάσμα του συνολικού αριθμού των κρουσμάτων απάτης που διαπράττονται κάθε χρόνο σε εκατομμύρια επιχειρήσεις, κρατικούς και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, σε όλο τον κόσμο.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, στο webcast συμμετείχαν διακεκριμένοι ομιλητές, οι οποίοι ανέλυσαν τα ευρήματα της έρευνας και μετέφεραν στους συμμετέχοντες την εμπειρία τους από την καθημερινή τριβή τους με υποθέσεις εταιρικής απάτης και άλλων οικονομικών εγκλημάτων στην Ελλάδα.
Το πάνελ ομιλητών αποτελούνταν από τους κ.κ. Εύη Δημητρούλια, Πρόεδρο του ACFE Greece, Δρ. Άννα Δαμάσκου, Πρόεδρο της Διεθνούς Διαφάνειας Ελλάδος, Τατιάνα Αναστασιάδη, Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και Γραμματέα του ACFE Greece, και Άγγελο Μπίνη, Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας. Το webcast συντόνισε ο Γιάννης Δρακούλης, Associate Partner και επικεφαλής του τμήματος Υπηρεσιών Ειδικών Ερευνών & Εταιρικής Συμμόρφωσης (Forensic & Integrity Services) της EY Ελλάδος.
Στο πλαίσιο του webcast, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε μια σειρά από ερωτήσεις για τα φαινόμενα εταιρικής απάτης στην Ελλάδα. Αναλυτικότερα, σε ερώτηση για το πώς διαπιστώνονται αρχικά τα περιστατικά επαγγελματικής απάτης, το 36% των συμμετεχόντων στο webcast απάντησε ότι αυτό γίνεται έπειτα από υπόδειξη ή πληροφορίες τρίτων, και το 19,5% από τον εσωτερικό έλεγχο. Μικρότερα ποσοστά ανέφεραν ότι τα κρούσματα διαπιστώνονται κατά λάθος ή τυχαία (9%), από εξωτερικό έλεγχο (9%), ή κατά τη διασταύρωση στοιχείων λογαριασμών (7%).
Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες, οι περισσότερες καταγγελίες από πληροφοριοδότες (whistleblowers) στην Ελλάδα, γίνονται απευθείας στον εσωτερικό έλεγχο (43%) και δευτερευόντως σε ομάδες που διερευνούν περιπτώσεις απάτης (26%), στο Διοικητικό Συμβούλιο στην Επιτροπή Ελέγχου (19%) ή στον άμεσα προϊστάμενο (17%). Οι απαντήσεις αυτές διαφοροποιούνται αισθητά από τα ευρήματα της παγκόσμιας έρευνας, σύμφωνα με τα οποία οι περισσότερες καταγγελίες (28%) γίνονται στον άμεσα προϊστάμενο ή σε άλλα πρόσωπα και όργανα (15%).
Αναφορικά με τις πιο διαδεδομένες μορφές ελέγχων κατά της απάτης, σχεδόν δυο στους τρεις συμμετέχοντες στο webcast (63%) κατέδειξαν τις ανοιχτές τηλεφωνικές γραμμές (hotlines). Ακολουθούν το τμήμα εσωτερικού ελέγχου (49%), ο κώδικας δεοντολογίας (44%) και τα προγράμματα εκπαίδευσης για το προσωπικό και τα στελέχη (37%). Αντίθετα, στη διεθνή έρευνα, η δημοφιλέστερη απάντηση είναι ο εξωτερικός έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων (83%), ενώ οι ανοιχτές τηλεφωνικές γραμμές βρίσκονται στην έβδομη θέση.
Η απόλυση φαίνεται να είναι η συνηθέστερη μορφή τιμωρίας σε περιπτώσεις απάτης, σύμφωνα με τους μισούς συμμετέχοντες στο webcast (51%), ενώ αντίθετα, ένας στους τρεις (34%) δήλωσαν ότι δεν επιβάλλεται καμία τιμωρία, γεγονός που προκαλεί αίσθηση, καθώς στο παγκόσμιο δείγμα, μόλις το 5% ανέφεραν ότι δεν υπήρξε κάποια μορφή τιμωρίας. Μικρότερα ποσοστά ανέφεραν συμφωνίες διακανονισμού (29%) και την προσωρινή αργία (26%), ενώ 24% ανέφεραν ότι ο δράστης είχε ήδη αποχωρήσει από την εταιρεία.
Σε σχετική ερώτηση για τους λόγους που οδηγούν μια επιχείρηση στην απόφαση να μην ενημερώσει τις διωκτικές αρχές για παρόμοια περιστατικά, το 85% ανέφεραν τον φόβο της αρνητικής δημοσιότητας. Στην παγκόσμια έρευνα, η απάντηση αυτή βρισκόταν στη δεύτερη θέση (32%), ενώ η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην έρευνα του ACFE (46%) θεωρούν ότι επαρκούν τα μέτρα εσωτερικής τιμωρίας.