Ως έτος “ορόσημο” χαρακτηρίζει το 2018 η ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας κυρίως λόγω της εξόδου της Ελλάδας από το μνημόνιο τον περασμένο Αύγουστο. Η φετινή έκθεση που δημοσιεύθηκε σήμερα αναφέρεται αναλυτικά στα επιτεύγματα που πέτυχε η ελληνική οικονομία τα προηγούμενα χρόνια στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM, καθώς και στις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα στο μέλλον.
“Η επιτυχημένη έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα ακολούθησε αυτήν της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Κύπρου και της Πορτογαλίας. Με δάνεια ύψους σχεδόν 204 δισ. ευρώ από τον ESM και τον προσωρινό προκάτοχό του, το EFSF, η Ελλάδα έχει επωφεληθεί από τη μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια στη σύγχρονη ιστορία, καθιστώντας τα ταμεία διάσωσης τον μεγαλύτερο πιστωτή της χώρας”, αναφέρει σχετικά ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, στον πρόλογο της έκθεσης και συνεχίζει: “Οι υπολογισμοί για την παρούσα ετήσια έκθεση δείχνουν ότι χάρη στα χαμηλά επιτόκια των δανείων μας και τις μεγάλες προθεσμίες λήξης, η Ελλάδα εξοικονόμησε 13 δισ. ευρώ μόνο στον προϋπολογισμό του 2018 σε σύγκριση με τη χρηματοδότηση των αγορών. Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το 7% του ελληνικού ΑΕΠ. Παρόμοιες εξοικονομήσεις θα επαναληφθούν και τα επόμενα, πολλά, χρόνια. Πρόκειται για μια πρωτοφανή πράξη αλληλεγγύης από τα άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης απέναντι στην Ελλάδα”.
Ειδικότερα, το κεφάλαιο για την Ελλάδα της έκθεσης του ESM ξεκινάει σημειώνοντας ότι “μετά την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα του ESM τον Αύγουστο του 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενεργοποίησε την ενισχυμένη εποπτεία για την αρχική περίοδο μετά το πρόγραμμα και η Ελλάδα επανήλθε στο πλαίσιο του τακτικού συντονισμού της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής”. “Η οικονομική ανάκαμψη συνεχίστηκε για δεύτερο έτος και η Ελλάδα υπερέβη τον δημοσιονομικό στόχο για τέταρτη συνεχή χρονιά. Προκειμένου να εξασφαλίσει τη βελτίωση του οικονομικού και του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς και για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη της αγοράς, η Ελλάδα πρέπει να εδραιώσει και να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που επιδιώκονται κατά τη διάρκεια του προγράμματος”, επισημαίνεται.
Επίσης, η έκθεση υπογραμμίζει ότι “σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό δείκτη ευπάθειας του ESM, τα ευάλωτα σημεία της Ελλάδας έχουν μειωθεί σημαντικά από το 2009, όταν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε το 12% του ΑΕΠ και το δημοσιονομικό έλλειμμα το 15% του ΑΕΠ”. “Κατά τα έτη προσαρμογής, η Ελλάδα κατεύθυνε την οικονομία της σε ασφαλέστερα ύδατα βελτιώνοντας το δημοσιονομικό και εξωτερικό ισοζύγιο, μειώνοντας το κόστος εργασίας και καθιστώντας τον τραπεζικό τομέα πιο ανθεκτικό”, σημειώνει.
Αναλυτικά, στα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία έτη, οι συντάκτες της έκθεσης περιλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στον τομέα της φορολογίας (ΦΠΑ, φόρος εισοδήματος), στο ασφαλιστικό, στη δημόσια διοίκηση, στη διοίκηση εσόδων, στο σύστημα υγείας, στην αγορά εργασίας, στην αγορά προϊόντων, στις ιδιωτικοποιήσεις και στο τραπεζικό σύστημα.
Σε ό,τι αφορά το ελληνικό χρέος, η έκθεση σημειώνει: “η Ελλάδα έτυχε σημαντικής ελάφρυνσης του χρέους τόσο από ιδιώτες πιστωτές το 2012 όσο και από τον επίσημο τομέα το 2011, το 2012, το 2016 και, λίγο πριν το τέλος του τρίτου προγράμματος, τον Ιούνιο του 2018. Όλα αυτά τα μέτρα βελτίωσαν τη δυναμική του χρέους”. “Το χρέος της Ελλάδας αναμένεται να παραμείνει σε φθίνουσα πορεία, με ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω από το όριο του 20% μακροπρόθεσμα στο βασικό σενάριο. Οι Ευρωπαίοι εταίροι δεσμεύθηκαν επίσης να παράσχουν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους το 2032, εάν χρειαστεί και υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ”, αναφέρει επίσης η έκθεση.
Καταλήγοντας η ετήσια έκθεση του ESM σημειώνει για την Ελλάδα: “Τα δημόσια οικονομικά πρέπει να παραμείνουν σε βιώσιμη πορεία, ενσωματώνοντας παράλληλα πολιτικές προσανατολισμένες περισσότερο στην ανάπτυξη. Οι ήδη εφαρμοζόμενες ή υιοθετημένες μεταρρυθμίσεις, όπως η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και η μείωση των φόρων εισοδήματος σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, πρέπει να διασφαλιστούν και να μην αντιστραφούν”.
Επιπρόσθετα, επισημαίνει πως σε περίπτωση που “δικαστικές αποφάσεις ανατρέπουν βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι όποιες δημοσιονομικές επιπτώσεις θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε μεγάλο βαθμό από μεταρρυθμίσεις εντός του ίδιου τομέα πολιτικής”. Τέλος, αναφέρει πως “απαιτούνται περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, προκειμένου να συμπληρώσουν τη στρατηγική ανάπτυξης της χώρας”.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι “μεταρρυθμίσεις για να καταστεί το οικονομικό περιβάλλον περισσότερο φιλικό προς τις επιχειρήσεις, να μειωθεί ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση νομικών διαφορών, να βελτιωθεί περαιτέρω η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, διατηρώντας παράλληλα το σημερινό της μέγεθος και να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των κρατικών επιχειρήσεων”.
“Αυτές οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τις ιδιωτικοποιήσεις και τη βελτιωμένη διαχείριση των κρατικών περιουσιακών στοιχείων, είναι κρίσιμες για την προσέλκυση ξένων και εγχώριων επενδύσεων και την ενίσχυση της μελλοντικής ανάπτυξης. Επιπλέον, η Ελλάδα πρέπει να στηρίξει τις προσπάθειες των τραπεζών με μια ολοκληρωμένη στρατηγική μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ένα βελτιωμένο νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα βοηθήσει τις ελληνικές τράπεζες να δανείσουν στην οικονομία και να στηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη”, υπογραμμίζεται.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ