Η ανάκαμψη της οικονομίας συνεχίστηκε το 1ο τρίμηνο του 2019, με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να παρουσιάζει, ωστόσο, αποδυνάμωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, κατά το 1ο τρίμηνο του 2019 ο ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε σε +1,3%, έναντι +2,6% το 1ο τρίμηνο του 2018 και +1,9% συνολικά το 2018. Η αποδυνάμωση αυτή οφείλεται κυρίως στην εξασθένιση της δυναμικής των εξαγωγών αγαθών (-0,7% έναντι +11,1% το 1ο τρίμηνο του 2018 και +8,4% συνολικά το 2018) και στην ταχύτερη άνοδο των συνολικών εισαγωγών (+9,5% έναντι πτώσης -7,5% το 1ο τρίμηνο του 2018 και αύξησης +4,2% συνολικά το 2018). Έτσι, η συμβολή των καθαρών εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ ήταν αρνητική κατά -1,9 π.μ.
Αντίθετα, οι επενδύσεις, περιλαμβανομένης της μεταβολής αποθεμάτων, εμφανίζουν άνοδο +21,2%, έναντι υποχώρησης -23,2% το 1ο τρίμηνο του 2018 και αύξησης +1,8% συνολικά το 2018, συμβάλλοντας θετικά κατά +3,4 π.μ. στην αύξηση του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι η μεγάλη υποχώρηση των επενδύσεων κατά το 1ο τρίμηνο του 2018 ήταν αποτέλεσμα της πτώσης των εισαγωγών πλοίων, η οποία είχε αποτυπωθεί στη μείωση των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό (-56%). Η συγκυριακή αυτή επίδραση αποτυπώνεται και στα στοιχεία του 1ου τριμήνου του 2019, με τις επενδύσεις σε μεταφορικό εξοπλισμό να εμφανίζουν άνοδο +19%. Την ίδια ώρα, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό αυξήθηκαν κατά +2,6% (έναντι +22,7% το 1ο τρίμηνο του 2018 και +15,9% συνολικά το 2018), ενώ παράλληλα οι επενδύσεις σε κατοικίες συνέχισαν να κινούνται σε θετικό έδαφος (+6,4%), τροφοδοτούμενες κατά μεγάλο μέρος από την άνοδο του τουρισμού και τη διάδοση της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Τέλος, οι επενδύσεις σε λοιπές κατασκευές εμφάνισαν ανάκαμψη (+10,9%), κυρίως λόγω της επιτάχυνσης των δημοσίων κατασκευών.
Από την πλευρά της καταναλωτικής δαπάνης, η ιδιωτική κατανάλωση συνεχίζει να ανακάμπτει με σχετικά αργούς ρυθμούς (+0,8%, έναντι +0,5% το 1ο τρίμηνο του 2018 και +1,1% συνολικά το 2018), καθώς το εισόδημα των νοικοκυριών δέχεται πιέσεις από την υπερφορολόγηση. Αντίθετα, η υποχώρηση της δημόσιας κατανάλωσης συνεχίστηκε με εντονότερο ρυθμό (-4,1%, έναντι -0,3% το 1ο τρίμηνο του 2018 και -2,5% συνολικά το 2018), αντανακλώντας την περικοπή δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Από την πλευρά της προσφοράς, η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία αυξήθηκε κατά +0,3% το 1ο τρίμηνο του 2019 (έναντι +2,2% το 1ο τρίμηνο του 2018), με τις κατασκευές (+32,2%), το εμπόριο μαζί με τις μεταφορές και τον τουρισμό (+2,5%), τη μεταποίηση (+0,2%) και τις επαγγελματικές υπηρεσίες (+1,8%) να κινούνται σε θετικό έδαφος. Στους υπόλοιπους κλάδους η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία μειώθηκε, με τις μεγαλύτερες απώλειες να καταγράφονται στις τράπεζες (-10,6%) και στην ενημέρωση και επικοινωνία.
Την ίδια ώρα, η παραγωγικότητα της εργασίας σημείωσε αρνητική μεταβολή (-1,8%, έναντι αύξησης +0,6% το 1ο τρίμηνο του 2018 και +0,1% συνολικά το 2018), με τις ονομαστικές αυξήσεις στους μισθούς ανά μισθωτό να διαμορφώνονται σε +0,4% (έναντι +1,3% το 1ο τρίμηνο του 2018 και +1,3% συνολικά το 2018). Η απασχόληση, επίσης, των μισθωτών και του συνόλου των εργαζομένων, συνεχίζει να αυξάνεται το 1ο τρίμηνο του 2019 με ρυθμούς +3,9% και +2,1% αντίστοιχα.
Η εικόνα που συνθέτουν τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνει τη θέση του ΣΕΒ ότι η μέχρι τώρα ανάκαμψη της οικονομίας δεν έχει βασιστεί στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αβεβαιότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, κυρίως λόγω των περιορισμών στο διεθνές εμπόριο που προκαλούν οι πολιτικές των ΗΠΑ και της Κίνας, θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, η επίτευξη των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την εφαρμογή πολιτικών τόνωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Συνεπώς, η οικονομία χρειάζεται μεγαλύτερη εξωστρέφεια και περισσότερες επενδύσεις.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην 3η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας κάνει λόγο για ικανοποιητική πορεία της Ελλάδας κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο, διαπιστώνοντας ωστόσο σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Ταυτόχρονα, διατυπώνει επιφυλάξεις για τα μέτρα που ανακοινώθηκαν στις 7 Μαΐου από τον Πρωθυπουργό εκτιμώντας ότι αυτά θα προκαλέσουν δημοσιονομική επιβάρυνση ίση με 1% του ΑΕΠ από το 2019 και μετά, θέτοντας σε κίνδυνο τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα.