Ως πρότυπη δίκη στο Συμβούλιο της Επικρατείας θα συζητηθεί εκκρεμής προσφυγή σχετικά με τα «καθαρά» φορολογικά πιστοποιητικά που αφορούν στις χρήσεις έως 31.12.2013. Ειδικότερα, όπως αναφέρει στη στήλη της «Φοροδοξίες» η Grant Thornton, στα πλαίσια της εν λόγω δίκης πρόκειται να κριθεί εάν η φορολογική αρχή έχει απωλέσει ή όχι το δικαίωμα διενέργειας φορολογικού ελέγχου και επιβολής φόρων και προστίμων σε εταιρεία προς την οποία είχε ήδη χορηγηθεί φορολογικό πιστοποιητικό «χωρίς επιφύλαξη», σε περίπτωση που έχει παρέλθει η προθεσμία των 18 μηνών από την έκδοση του πιστοποιητικού, την οποία προβλέπει η σχετική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΠΟΛ 1159/2011) και η οποία είχε εφαρμογή για τις εν λόγω χρήσεις. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, δεν είναι δυνατός ο φορολογικός έλεγχος της χρήσης 2012, λόγω παρέλευσης των 18 μηνών από την έκδοση του πιστοποιητικού.
Τίθεται σε εφαρμογή η Οδηγία 2017/1852 και θα συμβάλει στην επίλυση φορολογικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών, οι οποίες προκύπτουν από την ερμηνεία και την εφαρμογή διεθνών συμβάσεων για την εξάλειψη της διπλής φορολόγησης. Διπλή φορολόγηση υφίσταται όταν δύο ή περισσότερες χώρες διεκδικούν το δικαίωμα να φορολογήσουν το ίδιο εισόδημα ή τα ίδια κέρδη μιας εταιρείας ή ενός προσώπου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, επί του παρόντος εκκρεμούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση 2000 διαφορές αυτού του είδους, εκ των οποίων περίπου 900 για διάστημα μεγαλύτερο από 2 χρόνια. Να σημειωθεί, ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη μεταφέρει στο εθνικό μας δίκαιο της διατάξεις της εν λόγω Οδηγίας παρότι όφειλε να το πράξει έως τα τέλη Ιουνίου.
Σύμφωνα με τον νέο μηχανισμό της Οδηγίας, οι φορολογούμενοι που αντιμετωπίζουν φορολογικές διαφορές οι οποίες προκύπτουν από διμερείς φορολογικές συμβάσεις μπορούν πλέον να κινούν διαδικασία φιλικού διακανονισμού, κατά την οποία τα εκάστοτε κράτη μέλη πρέπει να προσπαθούν να επιλύσουν φιλικά τη διαφορά εντός δύο ετών. Αν στη λήξη αυτής της διετούς περιόδου δεν έχει βρεθεί λύση, ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει τη σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής για την έκδοση γνώμης. Η επιτροπή πρέπει να εκδώσει γνώμη εντός 6 μηνών. Αν τα κράτη μέλη δεν συστήσουν συμβουλευτική επιτροπή, ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει στο εθνικό του δικαστήριο και να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση. Η νέα Οδηγία εφαρμόζεται σε ενστάσεις που υποβάλλονται από την 1η Ιουλίου 2019 και εφεξής, σε αμφισβητούμενα ζητήματα που αφορούν το εισόδημα ή το κεφάλαιο που αποκτήθηκε σε φορολογικό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2018 ή αργότερα.
Φυσικά πρόσωπα που τυγχάνουν τελικοί μέτοχοι ή πραγματικοί δικαιούχοι πλοιοκτητριών εταιρειών πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία οφείλουν «Οικειοθελή Παροχή» 10% στα εισαγόμενα στην Ελλάδα χρηματικά ποσά προερχόμενα από μερίσματα που διανέμονται από τις συγκεκριμένες εταιρίες. Στην έννοια των «μερισμάτων» υπάγονται και τα εισαγόμενα χρηματικά ποσά από οποιαδήποτε άλλη αιτία εκμετάλλευσης πλοίου (για παράδειγμα υπεραξία διάθεσης μετοχών πλοιοκτήτριας εταιρείας, υπεραξία εκποίησης πλοίου κλπ.). Η εν λόγω «Οικειοθελής Παροχή» οφείλεται μόνο εάν οι εγκατεστημένες στην Ελλάδα διαχειρίστριες των πλοίων εταιρείες έχουν υπογράψει το Ιδιωτικό Συμφωνητικό του «Νέου Συνυποσχετικού του Ελληνικού Δημοσίου με την Ναυτιλιακή Κοινότητα» (άρθρο 56, Ν.4607/2019).
Με την καταβολή της ανωτέρω παροχής εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για τους δικαιούχους των μερισμάτων από κάθε φόρο, εισφορά, κράτηση ή τέλος, συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς αλληλεγγύης, ενώ μετά την υπαγωγή τους στην «Οικειοθελή Παροχή» τα καθαρά εισαχθέντα χρηματικά ποσά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κάλυψη κάθε είδους τεκμηρίων. Τέλος, τυχόν έλλειμμα που θα προκύψει από το συνολικό εκ του νόμου προβλεπόμενο ποσό «Οικειοθελούς Παροχής» (80 εκ. ευρώ αθροιστικά για τα φορολογικά έτη 2018-2019) θα καλύπτεται με αναλογικό επιμερισμό του ελλείματος στις εταιρίες, με βάση τον φόρο πλοίων Α Κατηγορίας που η κάθε μία από αυτές οφείλει πριν την αφαίρεση των μειώσεων για κάθε πλοίο, για το αμέσως επόμενο έτος (2020).
Η εκπεσιμότητα δαπανών που τιμολογήθηκαν από αλλοδαπή εταιρεία κράτους με προνομιακό φορολογικό συντελεστή συγκεντρώνει, ως γνωστόν, την προσοχή των φορολογικών ελεγκτών. Ως συνεκτιμώμενο στοιχείο λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το εάν η εξόφληση των δαπανών από τον λήπτη των τιμολογίων πραγματοποιήθηκε ή όχι με τραπεζικά μέσα, αλλά και το εάν η αλλοδαπή εταιρεία ασκεί ουσιαστική επιχειρηματική δραστηριότητα στο κράτος κατοικίας (μεταξύ άλλων, αν διαθέτει εκεί επαρκείς εγκαταστάσεις και προσωπικό). Αυτό το, κάπως προωθημένο, κριτήριο για την ελληνική φορολογική πραγματικότητα κάνει δεκτό η πρόσφατη απόφαση ΔΕΔ 1033/2019. Συνεπώς, ο έλεγχος δύναται να προχωρήσει στη μη αναγνώριση των συγκεκριμένων δαπανών επικαλούμενος τα παραπάνω τεκμήρια ως αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις συνειδητής μείωσης της φορολογητέας ύλης εκ μέρους του φορολογούμενου, με βάση τη λογική και την κοινή πείρα, ακόμη και αν δεν υπάρχουν για αυτό άμεσες αποδείξεις.