Το 2018 έκλεισε με την ελληνική οικονομία να παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης. Όμως, το νέο έτος, που σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, θα είναι το 3ο κατά σειρά έτος ανάπτυξης, ξεκινά με εντεινόμενους κινδύνους σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι τάσεις προστατευτισμού που διαμορφώνονται κυρίως μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, η πολιτική αβεβαιότητα στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τις μεταναστευτικές ροές που πυροδοτούν ολοένα και περισσότερες εθνικιστικές τοποθετήσεις, οι γεωπολιτικές συγκρούσεις, η αυξητική τάση των επιτοκίων και η επιβράδυνση της διεθνούς επενδυτικής δραστηριότητας αποτελούν τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία το 2019. Οι προκλήσεις αυτές αναπόφευκτα θα επηρεάσουν και την Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να αναζητήσει κεφάλαια στις αγορές για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, καθώς για πρώτη φορά έπειτα από 9 χρόνια θα στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις, χωρίς την οικονομική στήριξη που παρείχαν τα μνημόνια με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ.
Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω προκλήσεις και για να καλυφθεί η αποεπένδυση και η απώλεια των εισοδημάτων που προκάλεσε η παρατεταμένη ύφεση, απαιτείται η περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, ώστε η Ελληνική οικονομία να θωρακιστεί έναντι της διαφαινόμενης κάμψης της παγκόσμιας οικονομίας, και να επιτευχθούν ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης στο μέλλον. Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμη πιο επιτακτική αν ληφθεί υπόψη ότι η ανάπτυξη της οικονομίας στηρίζεται σήμερα πρωτίστως στις εξαγωγές και τον τουρισμό που θα είναι και οι πρώτοι τομείς που θα κινδυνεύσουν από έναν διεθνή κύκλο οικονομικής επιβράδυνσης.
Κατά τη διάρκεια της προσαρμογής, η Ελλάδα προχώρησε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, έχοντας πλέον ανακτήσει σημαντικό μέρος των απωλειών ανταγωνιστικότητας. Ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ μισθών και παραγωγικότητας, η οποία είναι αναγκαία προκειμένου να μετασχηματιστεί η χώρα σε μια εξωστρεφή οικονομία, προσανατολισμένη στις εξαγωγές και την προσέλκυση επενδύσεων. Για τους παραπάνω λόγους, η επιστροφή στις πολιτικές της εποχής πριν την κρίση, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση και τη λειτουργία των αγορών, ιδίως της αγοράς εργασίας, μπορεί να αποβεί καταστροφική.
Οι χώρες στη Νότια Ευρώπη, που επηρεάσθηκαν πιο πολύ από την κρίση, έχουν αρχίσει να σημειώνουν ήδη χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά σημαντικό να κρατηθεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (της διαφοράς, δηλαδή, των ονομαστικών μισθών και της πραγματικής παραγωγικότητας της εργασίας) υπό έλεγχο
Την τελευταία τετραετία, με την εξαίρεση της Ισπανίας, η παραγωγικότητα στις άλλες χώρες είτε είναι στάσιμη (Ιταλία), είτε μειώνεται (Ελλάδα, Πορτογαλία). Σε όλες τις χώρες, η μεταβολή των αμοιβών είτε είναι μηδενική (Ιταλία), είτε είναι οριακά θετική (Ισπανία, Πορτογαλία), είτε οριακά αρνητική (Ελλάδα).
Στην Πορτογαλία, ειδικότερα, οι αμοιβές συνεχίζουν να αυξάνουν παρά την πτώση της παραγωγικότητας, που προοιωνίζεται απώλεια ανταγωνιστικότητας και κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης στο άμεσο μέλλον. Επίσης, οι συνεχείς αυξήσεις του κατώτατου μισθού μετά την έξοδο από το Μνημόνιο το 2015 (+20% περίπου) έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των μέσων αμοιβών (+6,5%), αλλά και προκαλέσει σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας (- 5,6%). Αντίθετα, στην διάρκεια της ίδιας περιόδου (2015 – 2018) στην Ισπανία οι αμοιβές (+1,5%) συμβαδίζουν με την αύξηση της παραγωγικότητας (+1,3%), περιορίζοντας την απώλεια ανταγωνιστικότητας σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (-0,9%), με την Ισπανία να καταγράφει καλύτερη αναπτυξιακή επίδοση σε σχέση με τις άλλες χώρες.
Τέλος, στην Ελλάδα, οι αμοιβές έχουν σταματήσει να μειώνονται και οριακά βελτιώνονται (+0,9%), ενώ η παραγωγικότητα εξακολουθεί να καταγράφει ελαφρά πτώση (-1,1%), αν και επιβραδυνόμενη, ενώ παρατηρείται μία εξασθένιση της ανταγωνιστικότητας κατά -3,1% .
Ουσιαστικά, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας θα συνεχίσει μάλλον να εξασθενεί, καθώς δεν στηρίζεται από αύξηση της παραγωγικότητας λόγω της καχεξίας των επενδύσεων, υπονομεύοντας την συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομίας, όπως αποτυπώνεται πλέον στους περισσότερους δείκτες.
Ειδικότερα, το 2018 οι επενδύσεις στις περισσότερες κατηγορίες παρουσίασαν ανάκαμψη, η βιομηχανική παραγωγή ακολούθησε ανοδική πορεία, ο δυναμισμός των εξαγωγών ενισχύθηκε περαιτέρω, η οικοδομική δραστηριότητα συνέχισε να αυξάνεται για 2ο συνεχόμενο έτος μετά από 9 έτη πτώσης, ενώ οι καλές επιδόσεις του τουρισμού συνέβαλαν στην ενίσχυση της απασχόλησης, των εισοδημάτων και της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Παράλληλα, το οικονομικό κλίμα και η καταναλωτική εμπιστοσύνη βελτιώθηκαν αισθητά κατά τη διάρκεια του έτους, ενώ η ροή των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες είναι θετική.
Η εικόνα αυτή, ωστόσο, συμπληρώνεται από την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας του ιδιωτικού τομέα, με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές να διαμορφώνονται πλέον κοντά στα €100 δισ. και το ποσοστό των κόκκινων δανείων να εξακολουθεί να ξεπερνά το 40%, ενώ η άνοδος του οικονομικού κλίματος ανακόπηκε κατά το τελευταίο τρίμηνο τους έτους.