Μεγάλη ζήτηση για χώρους logistics στη Θεσσαλονίκη ενώ “ξυπνά” η αγορά των εμπορικών ακινήτων λόγω του Μετρό που αναμένεται να ξεκινήσει πλήρως τη λειτουργία του το 2023.
Σε 50.000 – 55.000 τ.μ. εκτιμάται ότι ανέρχεται σήμερα η ζήτηση για χώρους αποθηκών και logistics στη Θεσσαλονίκη, ενώ το ζητούμενο εμβαδόν για σύγχρονες γραφειακές εγκαταστάσεις υπολογίζεται σε άλλα 22.000 τετραγωνικά μέτρα.
Παρά τις πολλές κρούσεις για ακίνητα του είδους, ωστόσο, στη Θεσσαλονίκη «δεν υπάρχει το κατάλληλο προϊόν» και η πόλη αδυνατεί στην παρούσα φάση να εξυπηρετήσει τη νέα ζήτηση, καθώς ακόμα και αν γίνει ανακατασκευή και ανακαίνιση υφιστάμενων κτηρίων, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους είναι τέτοια, που δεν τα καθιστούν λειτουργικά για τις συγκεκριμένες χρήσεις.
Τις εκτιμήσεις αυτές διατύπωσε από τη Θεσσαλονίκη ο CEO της εταιρείας Cerved Property Services (CPS) A.E., Δημήτρης Ανδρίτσος, μιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσαν το ACT του Κολλεγίου Ανατόλια και η Οptima Bank.
Πρόσθεσε δε, πως υπάρχει επενδυτική διάθεση για κάλυψη της ζήτησης με κατασκευή νέων κτηρίων, π.χ. σε περιοχές της δυτικής Θεσσαλονίκης, αλλά – στις τρέχουσες συνθήκες αβεβαιότητας και υψηλού κατασκευαστικού κόστους – για να δρομολογηθούν νέα μεγάλα επενδυτικά projects «θα χρειαστεί να υπάρξουν συνεργασίες και συμφωνίες “back to back” μεταξύ developers (αυτών που αναπτύσσουν τα ακίνητα) και μελλοντικών χρηστών.
Το Μετρό «ξυπνάει» την αγορά των εμπορικών καταστημάτων
Κατά τον κ. Ανδρίτσο, σημαντική είναι ακόμα η ζήτηση για εμπορικά καταστήματα σε κεντρικούς οδικούς άξονες της Θεσσαλονίκης, ενόψει της ολοκλήρωσης του Μετρό (το 2023). «Πολύ αυξημένη είναι η ζήτηση από πιο μικρούς επενδυτές, που θέλουν να τοποθετηθούν (σε τέτοια ακίνητα) με επενδύσεις της τάξης των 500.000 ευρώ έως 3 εκατ. κοντά στον άξονα του Μετρό και ουσιαστικά αγοράζουν την προοπτική» σημείωσε.
Πρόσθεσε ότι η αγορά της Θεσσαλονίκης είναι δελεαστική, γιατί σε αντίθεση με άλλες περιοχές, η πόλη «έχει (θετικό) “story”»: υπάρχουν δηλαδή σε εξέλιξη μεγάλα έργα υποδομών και σημαντικές αναπλάσεις, που προϊδεάζουν θετικά για την προοπτική της στο μέλλον.
Για την οικιστική αγορά, ο κ. Ανδρίτσος επισήμανε πως ανακάμπτει, έχοντας ανακτήσει το 35% των απωλειών της στις τιμές κατά την τελευταία τριετία. Διευκρίνισε ότι η ζήτηση στην αγορά κατοικίας αφορά κυρίως Έλληνες, ενώ στα εμπορικά και επαγγελματικά ακίνητα καταγράφεται δραστηριότητα θεσμικών επενδυτών και funds. Είπε δε πως σήμερα, μόνο μία στις δέκα αγοραπωλησίες κατοικιών γίνεται με τραπεζικό δανεισμό και οι υπόλοιπες με ίδια κεφάλαια, συμπληρώνοντας ότι αν οι τράπεζες επεκτείνουν κι άλλο τη στεγαστική πίστη («ήδη είναι πιο πρόθυμες να δώσουν στεγαστικά δάνεια με εύλογα τραπεζικά κριτήρια»), η αγορά κατοικίας θα τονωθεί περαιτέρω.
Ο κ. Ανδρίτσος επισήμανε, τέλος, πως η ανάπτυξη στα ακίνητα πρέπει να διαχυθεί σε ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα για να έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη, αναφέροντας ενδεικτικά τις προοπτικές που θα μπορούσαν να διανοιχθούν για περιοχές όπως η Πτολεμαΐδα στην εποχή της απολιγνιτοποίησης και η Αλεξανδρούπολη με το σημαντικό της – ενεργειακά και γεωστρατηγικά – λιμάνι.
Ως προς την επίπτωση της πανδημίας στις τιμές των ακινήτων, διατύπωσε την εκτίμηση ότι αυτή δεν έριξε τις τιμές, οι οποίες άντεξαν, αλλά τη δυναμική της αγοράς, κάτι που μεταφράστηκε σε μικρότερο όγκο συναλλαγών.
Σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία επισήμανε πως αν όλη αυτή η κατάσταση τελειώσει σύντομα, υπάρξει γρήγορη αντίδραση κι η αγορά στηριχθεί, θα είναι εφικτή η επιστροφή σε κάποια κανονικότητα και το πρόσημο για το real estate θα παραμείνει θετικό. «Ισως να δούμε να πηγαίνουν λίγο πίσω κάποιες συμφωνίες, αλλά δεν θα σταματήσουν» πρόσθεσε.
Με ενδιαφέρον κοιτάζουν την Ελλάδα επενδυτές από το εξωτερικό, καθώς και διεθνή funds, σύμφωνα με τον partner της Deloitte Greece, Χρήστο Κοσμά, υπεύθυνο για την αγορά real estate στην Ελλάδα. «Υπάρχουν πάρα πολλοί Έλληνες developers στους οποίους έχουν μπει ξένοι επενδυτές, η ελληνική αγορά δεν τους είναι άγνωστη», είπε, επισημαίνοντας ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία και το υψηλό ενεργειακό και κατασκευαστικό κόστος επηρεάζουν τις επενδύσεις.
Ο κ. Κοσμάς ανέφερε ενδεικτικά ότι, από το 2018 έως σήμερα οι συναλλαγές μόνο για επενδύσεις άνω των 50 εκατ. ευρώ στην ελληνική αγορά real estate, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στον τομέα του τουρισμού, αθροίζονται σε περίπου 1,5 δισ. ευρώ.
Αφού περιέγραψε τις νέες τάσεις που διαμορφώνονται παγκοσμίως στo real estate, αλλά και το πώς αντέδρασε στην πανδημία η ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων, ο κ. Κοσμάς αναφέρθηκε στη στρατηγική σημασία της Θεσσαλονίκης, όπου η Deloitte έχει δημιουργήσει το πρότυπο κέντρο τεχνογνωσίας, εκπαίδευσης και καινοτομίας Deloitte Alexander Competence Center (DACC), απασχολώντας εκατοντάδες επιστήμονες.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ