Η υπερφορολογημένη (όπως ανέφερε και σε προηγούμενο δελτίο του ο ΣΕΒ) μεσαία τάξη στην Ελλάδα, αποτελεί το 54% του πληθυσμού και, διαθέτοντας ισόποσο ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, καταβάλλει (2018) το 51% του φόρου εισοδήματος και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, ενώ κάνει χρήση του 62% των συντάξεων και κοινωνικών μεταβιβάσεων.
Πριν την κρίση (2009), η μεσαία τάξη, με 49% των νοικοκυριών και 48% του διαθεσίμου εισοδήματος, κατέβαλε το 39% των φόρων και εισφορών και έκανε χρήση του 54% των συντάξεων και των κοινωνικών μεταβιβάσεων. Έτσι, λοιπόν, επιβαρύνεται σήμερα φορολογικά κατά 12 π.μ. περισσότερο απ’ ότι προ κρίσης ενώ το εισόδημα της ενισχύεται κατά 8 π.μ. περισσότερο από συντάξεις και κοινωνικές μεταβιβάσεις.
Ο συνδυασμός αυτός υπερφορολόγησης και εκτεταμένης συνταξιοδότησης σημαίνει χαμηλότερη οικονομική ισχύ σε διαθέσιμο εισόδημα, μιας και οι φόροι στερούν διαθέσιμο εισόδημα, ενώ οι συντάξεις είναι χαμηλότερες από τους μισθούς. Συμπερασματικά, παρατηρείται ένας οικονομικός μαρασμός της μεσαίας τάξης. Το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας, φαίνεται να μην είναι σε θέση να σύρει το κάρο της ανάπτυξης, καθώς σε μεγάλο βαθμό είτε είναι οικονομικά αδύναμο, είτε είναι εκτός μάχης.
Γιατί είναι παραπλανητική η θεωρία του ελατηρίου
Η θεωρία του ελατηρίου είναι μάλλον παραπλανητική. Το ελατήριο μπορεί να είναι συμπιεσμένο, αλλά οι σπείρες του έχουν υποστεί μηχανική κόπωση, και αν αποσυμπιεσθεί δεν πρόκειται να επανέλθει στην προτέρα του δυναμική κατάσταση. Ο μόνος ασφαλής δρόμος για την ταχεία ανάπτυξη της οικονομίας και της δημιουργίας μιας δυναμικής μεσαίας τάξης με υψηλότερα εισοδήματα και τη δυνατότητα αποταμίευσης είναι η επιμονή στις μεταρρυθμίσεις και τις διαρθρωτικές αλλαγές, που υπερβαίνουν την ούτως ή άλλως αναγκαία μείωση της υπερφορολόγησης.
Σε ό,τι αφορά την εξάλειψη του φαινομένου του παροπλισμού ενός μεγάλου μέρους της μεσαίας τάξης μέσω της ευρείας συνταξιοδότησης αλλά και συνυπολογίζοντας τις σοβαρότατες συνέπειες του δημογραφικού προβλήματος στη χώρα μας, πρέπει άμεσα να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για μια οικονομία με τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή των νέων, των γυναικών και των μεγαλύτερων ηλικιών στο εργατικό δυναμικό, εξέλιξη που θα εξαρτηθεί όχι μόνο από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και από την υιοθέτηση πολιτικών για την απόκτηση δεξιοτήτων δια βίου, στο πλαίσιο επιδίωξης ίσων ευκαιριών για όλους, αλλά και για τον περιορισμό των αντικινήτρων στην απασχόληση των συνταξιούχων.
Η απαιτούμενη στροφή της οικονομικής πολιτικής
Επιβάλλεται, όμως, και μεγαλύτερη στροφή της οικονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αυτές, θα πρέπει να είναι και φιλοαναπτυξιακές αλλά και υπέρ της μεσαίας τάξης, με την ενδυνάμωση των προοπτικών εκπαίδευσης, ανάπτυξης δεξιοτήτων και επαγγελματικής κατάρτισης, σε ένα περιβάλλον υψηλής τεχνολογικής έντασης (4η Βιομηχανική Επανάσταση) και μεγάλων αλλαγών στην παραγωγή και την κατανάλωση για να αντιμετωπισθεί η απειλή της κλιματικής αλλαγής (Πράσινη Συμφωνία).
Η αύξηση του ΑΕΠ το 2019 περιορίστηκε σε 1,9%, όσο και το 2018, καθώς στο 4ο τρίμηνο του έτους σημειώθηκε σημαντική επιβράδυνση (+1% έναντι +2,2% στο εννιάμηνο), λόγω και της απουσίας των ενισχυτικών της ζήτησης παραγόντων που συνδέονται με την προεκλογική περίοδο των εθνικών εκλογών της 7/7/2019. Αντίθετα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, από τον ΣΕΒ είχε επισημανθεί ότι η επίτευξη του στόχου για ρυθμό ανάπτυξης άνω του +2% το 2019 θα ήταν δύσκολη. Ενώ η ιδιωτική κατανάλωση υπερέβη τις προσδοκίες, επιταχυνόμενη σε +1,8% το 4ο τρίμηνο από +0,5% στο 9μηνο, οι εξαγωγές (+1%) απογοήτευσαν σε σχέση με το 9μηνο (+6,3%), ενώ η επιτάχυνση των επενδύσεων σε πάγια (+14,4% έναντι +1,5% στο 9μηνο) αντισταθμίστηκε από την αρνητική συμβολή της μεταβολής των αποθεμάτων.
Η ανεργία που πέφτει κι οι επιπτώσεις ελέω κορονοϊού
Την ίδια ώρα, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε σε 16,3% τον Δεκέμβριο του 2019, ενώ νέα άνοδο κατέγραψε ο δείκτης οικονομικού κλίματος τον Φεβρουάριο του 2020 (στις 113,2 μονάδες από 109,5 τον προηγούμενο μήνα), κυρίως λόγω της βελτίωσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Επιπρόσθετα, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη στη μεταποίηση με βάση τον PMI διαμορφώνεται σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο (56,2 μονάδες τον Φεβρουάριο του 2020 από 54,4 τον προηγούμενο μήνα), ενώ αντίθετα ο όγκος των λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων υποχώρησε τον Δεκέμβριο του 2019 (-1,7% και +0,6% συνολικά το 2019).
Ωστόσο, η τάση αυτή αναμένεται να αντιστραφεί το επόμενο διάστημα, δεδομένων των ιδιαίτερα θετικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο. Παρόλα αυτά, οι εξελίξεις σε σχέση με την εντεινόμενη εξάπλωση των επιπτώσεων του κορωνοϊού (COVID-19), αναμένεται να αντιστρέψουν το εν γένει καλό οικονομικό κλίμα στην ελληνική οικονομία.
Βέβαια, όλα τελικώς θα κριθούν από τις εξελίξεις στη διεθνή οικονομία, με τη μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου και των κεφαλαιαγορών να προοιωνίζονται υφεσιακές επιπτώσεις σε αχαρτογράφητα εν πολλοίς νερά.